Στου Βαλιαρέ τον κάμπο…

Στου Βαλιαρέ τον κάμπο…

Του Αλεξ Χ. Μαμμόπουλου

Ο παππούς, μου ο Βασίλ Κάτσης, πού οι πρόγονοί του κατάγονταν από τη Χουμελίτσα, δυό ώρες πέρα απ’ τ’ Αργυρόκαστρο, δούλευε τα χτήματά του κι άλλα ξένα μέιμορο![1] Άξιος ζευγίτης και νοικοκύ­ρης, φημιζόταν για την αξιάδα του. Ο μόχθος του είχε αφήσει βαθειά ση­μάδια στο κορμί του και πιο πολύ, μια βαθειά σχισμή, βαθύτερη από τη φυσική, που είναι ανάμεσα μεγάλου δάχτυλου και λιχανού (δείχτη) από το αλετροχέρι, που κράταε χρόνια ολόκληρα, οργώνοντας τα ξένα και τα δικά του. Το σωματικό του γνώρισμα, αυτό το βαθύ του χεριού του σκά­ψιμο, είναι που είχαν παρατηρήσει οι συντοπίτες του και λέγανε:

– Σαν το χέρι του Βασίλ Κάτση!

Ένα από τα πολλά χτήματα είχε στα ριζά της Σεντριάδας, του θεό­ρατου βράχου, που στεφανώνεται στην κορφή του από τ’ ομώνυμο κάστρο, γνωστό από τα παλυτάραχα τού Αλή Πασιά χρόνια. Προστατεμένο από βοριά το πανέμορφο χτήμα με τον όγκο της Σεντριάδας, ποτίζονταν από τα δυτικά και το νοτιά με τα νερά τού Δρίνου, που διασχίζει τη Δρόπολη και ανταμώνει με τη Βιώσα (Αώο) στο Τεπελένι.

Αρχές Σεπτέμβρη με πήρε ο παππούς μου στην Σεντριάδα, ύστερα από επίμονες παρακλήσεις μου.

Γλυκοχάραζε στο ξεκίνημα μας κι ή νυχτερινή δροσιά τού χινοπώρου έσταζε κόμπους – κόμπους από τους πράσινους φράχτες των χωραφιών του ήμερου εκείνου τοπίου. Κι από λίγο, ένας ολόλαμπρος γλυκός ήλιος έβγαινε στην κορφή του Λαμπόβου, στο διάσελο τού Καρφιού, κι έριχνε τις πρωι­νές ακτίνες του στα τζάμια τού Δοξατιού, τού χωριού μας, πού λες και πήρε φωτιά, και ζέσταινε γλυκά τις πλάτες μας.

Αφήσαμε πιο μακριά το Δοξάτι και ανηφορίζαμε προς τη Σεντριάδα; (Αγία Τριάδα), πεζή ό παππούς, φορώντας το μάλλινο πανωφόρι του στο δεξί μανίκι, ενώ το άλλο κρεμόταν, κι έχοντας σφηνώσει πισώπλατα το ραβδί του στα δυό του χέρια κι εγώ καβάλα στο μουλάρι, κεντρίζοντας πιο πολύ τη γρηγοράδα του, μεθυσμένος από χαρά, συνεπαρμένος από την ομορ­φιά τού χινοπωριάτικου γλυκασμού, με την περηφάνια τού σίγουρου ανα­βάτη και τη συναίσθηση τού σοβαρού έργου, πώς έπαιρνα μέρος στις γεωρ­γικές δουλειές μαζί με τούς μεγάλους.

Το φυτικό βασίλειο ήταν στο απόγειο της αποδόσεώς του, οι βλαστοί έμειναν στη νεανική τους στύση και αποξυλώθηκαν εκεί κι όλα ήταν γεμά­τα από την πληρότητα της καρποφορίας. Όλα ετοιμάζονταν για τη μυστηριακή λειτουργία της νέας ζωής. Η σύντομη διαδρομή του ήλιου που ζε­σταίνει γλυκά το πρωί, πυρακτώνει στις τρεις – τέσσερις το μεσημέρι και ξεψυχάει ανάμεσα στα σύννεφα του δειλινού και η γη, που κουκουλώνεται από την υγρασία της νύχτας, για να εγκυμονήσει την καινούργια ζωή.

Ήταν η δεύτερη φορά, που ανηφόριζα τούτη την όμορφη πλαγιά της Αγίας Τριάδας. Η πρώτη ήταν μπροστά από δυό τρεις μήνες, στη Χάρη της, που χτύπησα το σήμαντρό της.

Τότε δρασκέλισα τα ερείπια του επιβλητικού Κάστρου και είδα να φεύγουν έντρομες κάτω από τα πόδια μου ανάμεσα στα λιθάρια σαύρες μεγαλόσωμες, ενώ επάνω από το κεφάλι μου φτεροκοπούσαν τρομαγμένες: νυχτερίδες και χώθηκα στις μπίμτσες, υπόγειες σιταποθήκες του Αλή Πασιά κι ονειρεύτηκα την κλαγγή των αρμάτων του στρατού του, που ζάπωσε[2] το Αργυρόκαστρο.

Είναι τούτη δω η Chendria του Πουκεβίλ, που την περιγράφει αριστοτεχνικά: «Το φρούριο τούτο κατασκευασθέν επί της κορυφής του βράχου ολίγον απομεμακρυσμένον της δεξιάς όχθης του Κελύδνου,[3] δεσπόζει μακρόθεν της κοιλάδος της Δρυϊνουπόλεως. Εκ των κορυφών αυτού φαί­νεται η πόλις του Γαρδικίου, η είσοδος των Αντιγονείων στενών, αι κλί­μακες της Μουρσίνης[4] και η περιφέρεια καθόλου της Αργυρίνης».

Είναι ο επιβλητικός βράχος σαν βήμα, απ’ όπου ένας δυνατός ρήτορας μπορεί ν’ ακουστεί από τους σαστισμένους διαβάτες, που διαβαίνουν στο παζάρι του Αργυροκάστρου και το Κάστρο δαμασκηνό σπαθί, που απειλεί να μπηχτεί κατάστηθα στη μεγάλη πολιτεία.

Μα περνάμε πια και την Αγία Τριάδα και το μουντό Κάστρο και κατεβαίνομε στο χτήμα μας. Ήταν εργάτες μας και οι μπαρμπάδες μου που ’μέναν εκεί.

Το ζηλεμένο χτήμα που πολλοί ζευγίτες είχανε στο μάτι, απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας, πνιγμένο στο πράσινο και το χρυσάφι, που ’παιρναν τα ώριμα καλαμπόκια.

Φράχτες από λυγαριές και μοσχοϊτιές και βατομουριές το ’ζωναν και ο Δρίνος εμούσκευε τ’ αφράτα του χώματα. Μπαρμπουνοφάσουλα και γυφτοφάσουλα, σκαρφάλωναν λαίμαργα στους καυλούς των καλαμποκιών. Χάμω στα πόδια μας, πλέκαν οργιές μάκρος, κολοκυθιές, πεπονιές, καρπουζιές και σκλεμπονιές και ξυλαγγουριές, που η κορφή τους όμοια με φι­δίσιο κεφάλι, έρπει κι ανοίγει δρόμο να μακρύνει τον κορμό της και να πετάξει στο διάβα του, τους ζουμερούς καρπούς.

Δυόσμος πλατύφυλλος και χοντροκοτσονάτος πολέμαε να κλείσει του νερού τις αμπολές και καθώς ταραζόταν από το πέρασμά του σκόρπαε ευωδιαστή μυρουδιά.

Το μάζεμα του καλαμποκιού βάσταξε όλη μέρα και θ’ ακολουθούσε και την άλλη. Σωροί – σωροί ανά δέκα όμοιοι στους όχτους του χτήματος, το μπερεκέτι, θα περίμεναν να περάσει ο Τούρκος αγάς δεκατάρης,[5]να διαλέξει στους δέκα τον έναν και μετά θα έδινε την άδεια να σακιαστούν, να φορτωθούν και να κουβαληθούν με τα ζώα στο Δοξάτι.

Ο παππούς μου με τους μπαρμπάδες μου και τους άλλους ξωμάχους και βαλμάδες έκοβαν όλη μέρα και ξεγύμνωναν με τα ροζιασμένα χέρια τους τις καλαμποκιές. Ήταν καλαμποκιές, που είχαν εφτά – οχτώ μαστάχυα. Ήταν καλαμποκιές, που το ψήλος τους έκρυβε καβαλάρη πάνω στ’ άλογό του. Τέτοια ήταν η ευφορία των καρπών πάνω στο βουτυράτο χώμα της Σεντράδας.

Εγώ σφύριζα, τρελός από χαρά και τραγουδούσα. Έκοβα με το σου­γιά μου βέργες αλυγαριάς και τις ξέφλιζα να δέσουν τα σακιά, έκοβα πε­πόνια και καρπούζια και ξυλάγγουρα κι αφού έτρωγα μια – δυό φέτες πέταγα τα υπόλοιπα στο ποτάμι και χάζευα που πορεύονταν στο ρέμα σαν βαρ­κούλες ή σαν σλέπια φορτωμένα μαύρους σπόρους. Έτρεχα εδώ κι εκεί, τσαλαβουτώντας στο βαλτωμένο χώμα, ανέβαινα στις λεύκες, ψάχνοντας για φωλιές κι αυγά πουλιών ή στις μοσχοϊτιές που κρέμονταν στο ποτάμι, κάνον­τας το γύρο απ’ τον κορμό στα κλαδιά ή ανεβαίνοντας από τα κλαδιά και κατεβαίνοντας από τον κορμό τους επάνω από τα δυό σκυλιά μας, που ήταν ξαπλωμένα στον ίσκιο τους.

Ο ήλιος κατέβαινε προς τη δύση. Ήταν δα ένα δικέντρι πάνω από το Σωπότι, το βουνό του Αργυροκάστρου κι έπειτα από λίγο κύλαε πίσω από το βουνό. Όλα ηρεμήσανε. Τα πουλιά σταματήσανε το φτερούγισμά τους και που και που ακουγόταν κανένα τσίρισμά τους μέσα στις πυκνές φυλλω­σιές των δέντρων, που είχαν κουρνιάσει, καθώς στα τυφλά έσπρωχνε το ’να τ’ άλλο επάνω στα κλαριά, για να βρούνε το νυχτερινό τους κατάλυμα. Ακουγόταν ακόμα το βέλασμα καμιάς γελάδας, που ξέμεινε πίσω από τις άλλες και του ποταμού το αιώνιο μουρμούρισμα. Όμως αυτή η ησυχία, δεν κράτησε, γιατί τα κιρκίδια, τα τριζόνια, ακονίσανε τις μαύρες λεπίδες των φτερών τους, όλα τα πίφερα και τα φλάουτα, για τη νυχτερινή τους συναυλία, καθισμένα πάνω στις καλαμποκιές.

Εξ άλλου χιλιάδες βατράχια, αυτοί οι αμφίβιοι μουσικοί, βουτηγμέ­νοι μέσα στον υγρό πηλό του ποταμού, σιχαμεροί στη θέα τους, άνοιξαν τα απύλωτα στόματά τους και συναγωνίζονταν τα τριζόνια σε συμφωνίες απί­θανα εκκωφαντικές και υπερκόσμιες.

Αυτό το χάρμα των ήχων, που η αναρχία τους είχε τον δικό τους ιδιό­τυπο συντονισμό, καθώς άλλα άρχιζαν κι άλλα τελείωναν, χωρίς την πιο παραμικρή παύση, αυτό το ατέλειωτο νυχτερινό κελάρυσμα των ήχων συμ­πλήρωνε η ευωδιά της ανθισμένης ρίγανης κι ανθισμένης μέντας, ανακατεμένη με το άρωμα που βγάζει ο ξερός καυλός από τις καλαμποκιές της θε­ρισμένης γης.

Της νύχτας ο ερχομός διώχνει και μπάζει μέσα τους ήμερους ανθρώ­πους της δουλειάς και βγάζει έξω τ’ αγρίμια και τους ζωοκλέφτες κι αλογοσύρτες. Της νύχτας ο ερχομός περιμάζεψε κι εμένα, που χωρίς ν’ ακούσω τη φωνή κανενός, ζύγωσα από έναν αόρατο φόβο διωγμένος, τους δικούς μου και τους άλλους ξωμάχους, που τραβηγμένοι στον όχτο του χτήματος κον­τά στην καλύβα είχαν κιόλας ανάψει φωτιά κι είχαν καθίσει γύρω – γύρω.

Ανοίξαμε τα κλειδοπίνακα, βγάλαμε από κει ελιές και τυρί και μπο­μπότα χρυσαφιά και δειπνήσαμε.

Τσιφτσήδες (ζευγίτες) και κολίγοι το καλοκαίρι, από την ώρα που θα μεστώσουν τα καλαμπόκια, περνούν τη ζωή τους στον κάμπο με τις φαμί­λιες τους.

Αλλοίμονο σε κείνους που δε διαφεντεύουν τα χτήματά τους.

Όλο το χρόνο παιδεύονται για της χρονιάς το γέννημα, για το έρημο το καλαμπόκι κι είναι φορές που μπορεί να το χάσουν μέσα σε μια νύχτα. Εκείνο που θα πάρει ο αγάς ή του δεκατάρη το μερτικό, όσο σκληρό κι αν είναι το ’χουν συνηθίσει. Όταν φορτώνεται αυτών το φόρτωμα, είναι φαρ­μακωμένη η οικογένεια και παρακολουθούν όλοι με σφιγμένα χείλη και σφιγμένες τις γροθιές, σαν να βλέπουν την εκφορά ενός πεθαμένου, του κό­που τους του έρημου το φευγατιό. Μα το χειρότερο είναι ό θάνατος. Η καταστροφή της σοδειάς μέσα σε μια νύχτα είναι το χειμώνα ζητιανιά με σαχάνι στο χέρι ή από την πείνα ο θάνατος.

Είχαμε ξαπλώσει απάνω στα ζεστά ξερά χορτάρια κι αμολύσαμε τα δυό σκυλιά μας: τον Γκέκα και την Κάτσιω.

Άνοιξαν οι μεγάλοι τις καπνοσακούλες τους, στρίψαν τσιγάρο, βγάλαν τον πρυόβολο και την ίσκνα κι ανάψανε.

Εμένα δη με κολλούσε ύπνος κι άκουσα όλη την ομιλία τους.

Άκουσα πως μιάμιση ώρα με τα πόδια από μας ήταν ο κάμπος του Βαλιαρέ με την απεραντοσύνη του. Είχαν να κάμουν σ’ αυτόν Καστρινοί τ’ Αργυροκάστρου Αγάδες, ή Μασκουλώρα, ή Παλιοκάστρα και το Ερίντι αντάμ-μπαμπαντάμ, είτε αγορασμένα, είτε με την πάλα τους, του ισχυρού το δίκαιο. Περπατάς ώρες σ’ αυτόν και τελειωμό δεν έχει. Ψάχνεις να βρεις λιθάρι να βαρέσεις κάνα ζαγάρι, που αλυχτάει πίσω σου και δε βρίσκεις. Το τριφύλλι σου φτάνει στα γόνατα της άνοιξη. Εκατομμύρια τόνοι ψιλό μαύρο χώμα κατεβαίνει από τα βουνά της Λιούντζης κι απ’ το Τσαγιούπι και σωριάζεται στο Βαλιαρέ χιλιάδες χρόνια. Στα τσαΐρια του Βαλιαρέ κάθε χρόνο στέλνουν από τα γύρω χωριά, απ’ τον Απρίλη ως το Σεπτέμβρη τ’ αχαμνά ζώα, που δεν θα γλυτώσουν τον ψόφο και γυρίζουν αγνώριστα. Το ποτάμι, η Νιμίτσα, ποτίζει τον πλούσιο κάμπο του Βαλιαρέ και γιγαντώνουν κάθε χρόνο τα καλαμπόκια.

Άκουσα κείνο το βράδυ πως στο Βαλιαρέ είναι το Χάνι, που στα 1812 έκλεισε ο Αλή Πασιάς τετρακόσιους πέντε Γαρδικιώτες και τους σκότωσε, ντουφεκίζοντάς τους από ψηλά απ’ τον μαντρότοιχο με τους Αρβανίτες. Άκουσα ακόμη το τραγούδι, που περιγράφει τον αργό και μαρτυρικό θάνατο, απάνω στη σούβλα και τη φωτιά, του Τσαούς Πρίφτη, του Χριστιανού αρχηγού της Χορμόβας, που ψήθηκε σαν τραγί πάλι από τον Αλή Τεπελένα και δεν έκλεισα τα βλέφαρά μου.

Πέρα από το Βαλιαρέ αρχίζουν οι δρυμοί της Κάριανης και του Κακόζι, των δυό περίφημων τσιφλικιών, και τα ρουμάνια που φθάνουν ως τη Μονή Τσέπου, της Υψηλής Πέτρας κι ως τη Βιώσα και το Μαλ Πούζιτ.

Στους δρυμούς αυτούς πολλαπλασιάζονται με την ευλογία του γένους τους ανενόχλητα κατά χιλιάδες τ’ αγριογούρουνα. Ποιος να τα πειράξει, αφού έχουν την ασφαλέστερη προστασία, την προστασία του Κορανίου. Όταν τα τριγυρινά γυρισμένα, αλλαξοπιστεμένα Λιαμποχώρια δεν τρώνε το χοιρινό και στο Αργυρόκαστρο δεν μπαίνει ποδάρι, γιατί οι εννιά χιλιάδες Τούρκοι, το είχανε ντομούζ (χοιρινό) απαγορευμένο, ποιος να το καταλύσει; Μόνο το «πις – μιλιέτ», οι Έλληνες Χριστιανοί του Αργυροκάστρου, οι Καχούρηδες. Μα σ’ αυτούς μόνο κρυφά μπορούσε να εισχωρήσει κάνα πόδι, γιατί αν το μάθαιναν οι Τούρκοι, τους κόβαν την καλημέρα και δεν τους ζυγώναν πια.

Έτσι τ’ αγριογούρουνα κάθε καλοκαίρι βγαίνουν από τους δρυμού μόλις πέσει η νύχτα και τριάντα-σαράντα κοπαδιαστά το ’να πίσω απ’ το άλλο, μ’ ένα καπρί μπροστά ακολουθούν τις αυλακιές και τρέχουν για τα καλαμπόκια του Βαλιαρέ. Οι χωρικοί παίρνουν όσα μέτρα μπορούν. Ξενυχτούν με τη σειρά. Βάζουν χελώνες σε αδειανούς γκαζοτενεκέδες, ώστε αυτές αγωνιζόμενες να βγουν, κροτοβολούν όλη την νύχτα. Πληρώνουν αν­θρώπους, που κάθονται όλη νύχτα επάνω σ’ ένα λόφο και φωνάζουν μ’ ένα «μπορί» και συχνά στο πέρασμά τους ανεβαίνουν πάνω σε δέντρα και πυροβολούν. Τα σκυλιά αλυχτούν, νοιώθοντας τη μυρωδιά τους.

Από την ώρα που θα μεστώσουν τα καλαμπόκια οι ζευγίτες του Βαλιαρέ χουγιάζουν τ’ αγριογούρουνα, για να γλυτώσουν το μονάκριβο γέν­νημα της χρονιάς τους, το καλαμπόκι, την ίδια τους την ζωή.

– Πάλι καλά, είπε ο παππούς, που είναι μπροστά μας ο Βαλιαρές και μείς εδώ ξέμακρα δεν έχομε φόβο, αλλιώς σαράντα γουρούνια μέσα σ’ ένα χωράφι είναι αρκετά να το κάνουν αλώνι. Με τη βεβαίωση αυτή ησύχασα καί ύπνος γλυκός εβάρυνε τα βλέφαρά μου.

Μα δεν είχε περάσει πολλή ώρα και νοιώθω δυνατά σκουντήματα και φωνές και αλυχτήματα σκυλιών και του παππού μου τη φωνή:

-Απάνω τους Γκέκα, ξοπίσω τους Κάτσιω!

Ανεβείτε γλήγορα στα δέντρα!

Τα σκυλιά ξεθαρρεμένα αυγάταιναν τ’ αλυχτήματά τους, ενώ εμείς σκαρφαλώσαμε στους πρώτους κλώνους του διπλανού μας πλατάνου.

Ακούστηκε κάτι σα σεισμός, τα μανιασμένα αγρίμια στο πέρασμά τους και η χαρακτηριστική μυρωδιά του μποχού που σηκώνεται.

Πόσα ήταν; Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει. Μόνο από το τρί­ξιμο, που έκαναν οι ξερές καλαμποκιές στο πέρασμά τους, καθώς έσπαζαν με τον κρότο ενός σπιτιού που σωριάζεται, μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ήταν κάμποσα.

Μια ντουφεκιά ακούστηκε κι άλλη μια. Ντουφέκαε ένας από τους μπαρμπάδες μου.

Οι κρότοι απομακρύνονταν και τ’ αλυχτήματα των σκυλιών γίνονταν πιο αλαργινά. Σε λίγο η φωνή του Γκέκα δεν ξανακούστηκε. Μόνο η Κάτσιω αλυχτούσε συνέχεια κι όλο πιο μακριά μας.

– Τώρα κατεβείτε! – είπε ο παππούς μου. – Δε γίνεται μεγαλύτερο θεριό από το πληγωμένο γουρούνι! και νομίζοντας πώς ο Γκέκας είχε πάρει από κοντά τ’ αγριογούρουνα πρόσθεσε:

– Χαλάλι του Γκέκα και χαράμι το δικό σου το ψωμί, Κάτσιω.

Μα χάραζε πια. Ξεκαθάριζε η αυγούλα σ’ ένα κρύο νοτισμένο αεράκι.

Τρέξαμε να ιδούμε τη ζημιά, ψάχναμε δω, ψάχναμε κει. Πιο πέρα κι ανάμεσα στις σπασμένες καλαμποκιές είδαμε αίματα και πήραμε τον τορό ακολουθώντας. Έξω από το χτήμα, αρκετά μακριά βλέπομε χάμω ένα αγριογούρουνο ξαπλωμένο, ζεστό ακόμα και δίπλα του το Γκέκα μας νεκρό κι αυτόν κοντά του, κάτω από το μπροστινό πόδι του αγριόχοιρου. Τ’ αγρογούρουνο καίρια χτυπημένο στο ριζάφτι και του Γκέκα ο λαιμός γδαρμένος και το λαρύγγι του βγαλμένο με τους χαυλιόδοντες του θεριού να κρέμεται έξω, κάτω από το σαγόνι του, σαν κόκκινη γραβάτα.

Το τυχερό μας ήταν μεγάλο, μα και η λύπη μας για το χαμό του Γκέκα ανείπωτη.

Εχόλιασε ο παππούς, εχόλιασαν όλοι κι εγώ έκλαιγα μ’ αναφιλητά.

– Πάρτον καί θάψτον, – μου είπε και γυρίσανε όλοι και περιεργάζονταν το θαυμάσιο κυνήγι.

Πήρα τον Γκέκα, άνοιξα με την τσάπα ένα λάκκο πάνω στ’ αφράτο χώμα, που είχαν φουσκώσει οι ασβοί, τον έχωσα μέσα, τον έρανα με τα δικά μου δάκρυα, του τακτοποίησα την τραγική του κόκκινη γραβάτα κι τον σκέπασα για πάντα, τον πιστό σύντροφο του ανθρώπου, θύμα στη μάχη του με τ’ αγρίμια του βουνού και του κάμπου.


[1] Ί μ ο ρ ο = Τό τρίτο τής εσοδείας,

[2] Ζ α π ώ ν ω = Αρπάζω, κατακτώ.

[3] Κ έ λ υ δ ν ο ς. Ταυτίζεται από μερικούς και από τον Πουκεβίλ με τον σημερινό Δρίνον.

[4] Πρόκειται προφανώς περί των στενών της Μουζίνας.

[5] Δεκατάρης ή δεκατιστής — Ενοικιαστής δέκατης δημοσίου φόρου

Σχετικά άρθρα: