Τα βούλτα για τη γάστρα στην Κάτω Δερόπολη

ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ
Γράφει ο Νίκος Λύτης
Τα ξερά βούλτα, βοηθητικό και συμπληρωματικό υλικό στη φωτιά για ψήσιμο στο φούρνο
Είναι γνωστό το ελληνικό δαιμόνιο στους Δροπολίτες, η δημιουργικότητά τους, η εργατικότητά τους, η φιλομάθεια, η διάκριση στις επιστήμες και στις τέχνες, η φαντασία, κλπ. Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, είναι η οικονομία σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, λόγω των μεγάλων ελλείψεων σε βασικά υλικά και πηγών ενέργειας.
Σε συντομία, θα αναφέρω π.χ., την έλλειψη νερού, γι’ αυτό κατασκεύασαν τις στέρνες για πόσιμο νερό ή το έπαιρναν από το Σπήλαιο της Σκοτεινής… Από την έλλειψη νερού, έλειπαν και οι νερόμυλοι για άλεσμα των σιτηρών. Σε αυτή την περίπτωση έβαλε σε λειτουργία τον ανεμόμυλο, όπως στην Καλογοραντζή, εκμετάλλευσε την αιολική ενέργεια, κάτι το άγνωστο στη στεριά, εκτός των νησιών.
Η απουσία των δασών για ξύλα, απαραίτητα για τη θέρμανση, το ψήσιμο, το μαγείρεμα, έκανε τους Δροπολίτες να τρέξουν και σε άλλες βοηθητικές πηγές, ώστε τα λίγα ξύλα να μείνουν μόνο για θέρμανση.
Στη Δρόπολη συγκεντρώνουν ακόμα και τις καλαμιές από το σιτάρι και τις χρησιμοποιούν σαν προσάναμα ή για πιθανό γρήγορο βράσιμο, όπως του γάλακτος κλπ. Επίσης συγκεντρώνουν και τα κορμιά (καλάμια) του καλαμποκιού, καθώς και τα γκότζιανα του καλαμποκιού μετά το τράξιμο ή το ξεσπύρισμα των αστακιών (σταχυών). Επίσης συγκεντρώνουν και τα κορμιά του λιοτηριού (ηλίανθου), καθώς και του βαμβακιού για γρήγορες φωτιές και προσανάματα.
Η πιο πρωτότυπη, ίσως και μοναδική επιλογή, στη Δερόπολη, είναι η χρησιμοποίηση των βούλτων (βουνιών, κοπράνων) των αγελάδων μετά από μια απλή διαδικασία. Τα ξερά βούλτα είναι βοηθητική και συμπληρωματική ύλη στη φωτιά, κυρίως στα ψησίματα.
Όλο το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και το χειμώνα, οι Δροπολίτες συγκεντρώνουν τα βούλτα των αγελάδων και βοδιών τους, σε ειδική γούρνα που γίνεται σε γωνιά τοίχων, μακριά από την κατοικία, συνήθως στα καλύβια, στα μαντριά που είναι μακριά από τα σπίτια, κάπου πλησίον του χωριού. Εκεί χτίζεται ένας μονότοιχος στις άκρες (πλευρές) που δεν υπάρχει τοίχος και γίνεται η γούρα (γούρνα) που αποθηκεύονται τα βούλτα μέχρι την άνοιξη.
Όσοι δεν έχουν αγελάδια και βόδια στο σπίτι τους, αλλά και αυτοί που έχουν, αλλά χρειάζονται πιο πολλά βούλτα, βγαίνουν και μαζεύουν στο βουνό ή στον κάμπο και στις πλαγιές (πλάγια), όπου βόσκει το βιο και αφήνει (κάνει) τα κόπρανά του.
Τα βουλτα στη γούρα έμεναν όλο το χειμώνα για αποσύνθεση, την άνοιξη γινόταν μια ειδική επεξεργασία, πατιόνταν με τα πόδια ρίχνοντας νερό και λίγο άχυρο να δεθούν, γίνονταν σαν τόπια (σφαίρες – μπάλες) και κολλιούνταν στους τοίχους . Όταν στέγνωναν, αποθηκεύονταν και χρησιμοποιούνταν αργότερα στη φωτιά.
Θέλω να τονίσω ότι όλη η διαδικασία: η συγκέντρωση, η μεταφορά των βούλτων, η προετοιμασία (πάτημα και κόλλημα στους τοίχους), καθώς και το ξεκόλλημα και το στάβιασμά τους, όταν ξηρένονταν, ήταν αποκλειστική δουλειά των γυναικών.
Και τώρα ας δούμε πιο αναλυτικά τη διαδικασία: το πάτημα και κόλλημα των βούλτων, καθώς και τη συγκέντρωση, μετά το στέγνωμά τους, στα χωριά μας.
Την άνοιξη συνήθως, πριν το Πάσχα το Μέγα και πριν ν’ αρχίσουν οι μεγάλες δουλειές στον κάμπο, προγραμματίζονταν η τάδε μέρα και αργότερα ίσως μια άλλη, για να κολλήσουν ομαδικά τα βούλτα. Μαζεύονταν γειτόνισσες, φίλες, συγγενείς, καθώς και οι συμπεθέρες για τη δουλειά αυτή. Τα νεαρά κορίτσια κουβαλούσαν νερό με τις βαλέρες (βαρέλες) στα γαϊδούρια που το άδειαζαν σε καζάνια, καρδάρια ή καμιά βόζα (μεταλλικό δοχείο) κοντά στο μέτωπο της δουλειάς. Το νερό χρειάζονταν για το πάτημα των βούλτων κατά την προετοιμασία, καθώς και για το πλύσιμο των χεριών και ποδιών.
Η νοικοκυρά για το γεύμα, θα έκανε καμιά κολοκυθόπιτα, κουρκουτόπιτα με τυρί, κολοκυθόψωμο ή λαχανόπιτα ή λαχανόψωμο, που συνοδεύονταν με τυρί, κανένα γιαούρτι ή ξυνόγαλο και πιο αραιά κανένα φαγητό με πατάτες ή κάτι άλλο με κρέας, γιατί απουσίαζε και εάν μπορούσαν και καμιά σαλάτα ή φρούτο.
Ας περιγράψουμε συγκεκριμένα τη δουλειά: Χάλαγαν τον μονότοιχο της γούρας των βούλτων και με τσαπί ή φτυάρι, εκεί πλησίον σε μέρος ίσιο ρίχναν λίγα – λίγα τα βούλτα, αφού σε αυτά πρόσθεταν νερό για να μαλακώσουν και πατηθούν και δουλευτούν αργότερα στο χέρι σε μορφή τόπι (σφαίρας) μέτριων διαστάσεων, πρόσθεταν και λίγο άχυρο για να δέσουν τα βούλτα σαν το σίδερο στο μπετό. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξυπόλητη, τα τελευταία χρόνια με μπότες, σε σχεδόν μισό κυβικό υλικό, άρχιζε το πάτημα, προσθέτοντας νερό με το μαστραπά ή την οκάρα. Τις έτοιμες βουλτιές τις βάζαν σε παλιά σκαφίδια ή λεκάνες και τις μετέφεραν νεότερες γυναίκες ή κοπέλες στο μέρος που τις κολλούσαν άλλες γυναίκες σε ασοβάτιστο τοίχο με δύναμη. Εάν κάποιος περνούσε αυτή την περίοδο στο ντερβένι (δημόσιο δρόμο) της Κάτω Δερόπολης, απορούσε με το μαύρισμα των τοίχων.
Στη διάρκεια της δουλειάς οι γυναίκες άλλαζαν το μέτωπο εργασίας για να κουράζονται όλες όμοια, αλλά το πάτημα των βούλτων ήταν μόνο για τις ηλικιωμένες και χήρες γυναίκες. Σ’ αυτό το προτσές δεν βάζαν νεοπαντρεμένες και κοπέλες, για να μην τους μυρίζουν τα πόδια από τα βούλτα παρά το πλύσιμο με μοσχοσάπουνο και κανένα αμερικάνικο LUX που το φύλαγαν γι’ αυτή τη δουλειά. Κατά αυτόν τον τρόπο συνέχιζαν ως που να τελειώσει όλη η γούρα, εάν τελείωναν γρήγορα, πλένονταν μια φορά και καλή, τρώγαν το γεύμα και φεύγαν, αλλιώς πλένονταν, τρώγαν το γεύμα, κάναν μια μικρή ανάπαυση και ξανά συνέχιζαν τη δουλειά ως το βράδυ.
Αφού καληνυχτίζονταν, εύχονταν: «Να τα κάψετε με υγεία και του χρόνου με υγεία!». Την άλλη εβδομάδα θα είχε τη σειρά κάποια άλλη οικογένεια.
Μετά από 20-30 μέρες οι βουλτιές στέγνωναν στους τοίχους και οι νοικοκυρές τις συγκέντρωναν στα σακιά και τις στοίβαζαν σε κάποιο μέρος του σπιτιού ή καλυβιού, για να τις χρησιμοποιήσουν σαν συμπληρωματικό και βοηθητικό υλικό στη φωτιά, για ψήσιμο στο φούρνο ή στη γάστρα.
Έτσι, οι Δροπολίτες και τα βούλτα των αγελάδων, δεν τα αφήναν να πάνε χαμένα, αλλά τα χρησιμοποιούσαν για να συμπληρώσουν μια ελλειμματική ύλη στο χώρο τους, όπως ήταν τα ξύλα.
Στο εξώφυλλο: Κόλλημα βούλτων στη Δερβιτσάνη. Aπό το προσωπικό αρχείο του Κυριάκου Οικονομίδη.
Από την εφημερίδα «Νέοι αγώνες», Τρίτη 2 Ιουλίου 2002