Θα έρθουν οι Έλληνες τον Αύγουστο

Είναι αρκετοί οι αναγνώστες που διαβάζουν ταχτικά και κρίνουν προσεκτικά το ταπεινό μας λογοτεχνικό έργο. Εδώ θα σταθούμε αποκλειστικά στο Βασίλη Χούτα, που δεν τον γνωρίζουμε από κοντά. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι πιάνει το σφυγμό μας, αντιλαμβάνεται την κοσμοθεωρία μας, τον συναισθηματισμό μας. Ακόμα και την «αφηρημάδα» μας.
Όλα τα περνάει, με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, στο σουρωτήρι του. Πότε μας βάζει και πότε μας αφαιρεί φτερά με τη «βαθμολόγησή» του.
Βλέπουμε την «καρδούλα» του σε αναρτήσεις μας, που σημαίνει «τέλειο» και λέμε: «Λες να τα καταφέραμε κι αυτή τη φορά, τον συγκινήσαμε πραγματικά, βρισκόμαστε, αλήθεια, σε καλό δρόμο ή απλά μας ενθαρρύνει…;!»
Διατυπώνει το 2019 ο Βασίλης: «Δεν είμαι ικανός κριτής, αλλά σε έχω «τσακώσει» πολλές φορές να χωράς ένα ογκώδες θέμα μέσα σε τέσσερα εύστοχα στιχάκια, μέσα σε μια σταλιά χαρτί! Σε έχω «πιάσει» να βάζεις μέσα σε ένα ταξιδιωτικό βαλιτσάκι το γραφείο σου, την βιβλιοθήκη σου, καναπέ, καρέκλες, όλα τα υπάρχοντά σου!
Το να εκφράζεται κανείς συμπυκνωμένα και σύντομα, είναι αναμφισβήτητα λεπτή τέχνη και ταλέντο! Για την ταπεινή μου γνώμη όμως δείχνει και κάτι άλλο: Μαρτυρά για ειλικρίνεια στις σκέψεις και τα συναισθήματα! Το ψέμα και η υποκρισία απαιτούν περισσότερο χαρτί και περισσότερο μελάνι για να διατυπωθούν!
Πριν από λίγες μέρες, σαν ενημερώσαμε το αναγνωστικό κοινό για την έκδοση του πέμπτου έργου μας με πεζογραφήματα, ξεκινώντας μόνο από τον τίτλο σχολίασε:
«Αν κατάλαβα το θέμα του βιβλίου σας: «Θα έρθουν οι Έλληνες τον Αύγουστο» και θα με ενδιέφερε να το διαβάσω.
Κάποτε, όταν ήμουν πολύ μικρός για να αντιλαμβάνομαι, είχε έρθει στην Πέπελη στο σπίτι μας ο Γιώργος Χούτας από τη Σωτήρα και έπιναν καφέ με τη γιαγιά μου στο τζάκι:
– Τους είπα ότι είμαι Έλληνας από την Β. Ήπειρο…
(Μόνο αυτά τα λόγια του Γιώργου είχα συγκρατήσει, αλλά δεν είχα καταλάβει απολύτως τίποτα)
– Θα έρθει ο στρατός και θα μας «λευτερώσει»…
(Τα μόνα λόγια της γιαγιάς που είχα συγκρατήσει, χωρίς να καταλάβω απολύτως τίποτα)
Δεν θα ήμουν ούτε 5 ετών, αλλιώς πιστεύω ότι θα είχα κάνει ερωτήσεις στη γιαγιά μου, όταν έφυγε ο μουσαφίρης.
Πολύ αργότερα, κάθε φορά που έλεγε η γιαγιά μου: «Θα πιάσει η σκύλα μας λαγό!» (Συνήθιζε να μιλάει μόνη της), ήξερα ότι εννοούσε το ίδιο πράγμα, με εκείνη την κουβέντα που είχε κάνει κάποτε με τον Γιώργο από την Σωτήρα.
Δεν είμαι σίγουρος αν μάντεψα σωστά το θέμα του βιβλίου, πρέπει να το αγοράσουν όλοι και ειδικά οι νέοι άνθρωποι.»