Τι είδαν τρεις περιηγητές στην Ελλάδα του 1825

Τι είδαν τρεις περιηγητές στην Ελλάδα του 1825

Σε όλον τον 18ο και 19ο αιώνα ταξιδευτές από διάφορες χώρες της κεντρικής και νότιας Ευρώπης κατέφθαναν στη γέφυρα της Ανατολής και της Δύσης για να διαπιστώσουν τι σωζόταν από τη συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας. Ειδικά την περίοδο της Επανάστασης, το ενδιαφέρον των ευρωπαίων περιηγητών ανανεώθηκε, ενώ κομβικό σημείο ήταν το 1825. Ο εμφύλιος πόλεμος μόλις είχε λήξει, την εξουσία είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη, ο Κολοκοτρώνης είχε φυλακιστεί, ενώ ο Ιμπραήμ είχε αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο και απειλούσε να βάλει τέλος στον ξεσηκωμό. 

Ένας Ιρλανδός στον Πύργο

Τη χρονιά εκείνη καταφτάνουν τρεις περιηγητές-εθελοντές, τις μαρτυρίες των οποίων γνωρίζουμε μέσα από τα ημερολόγιά τους (εκδ. Λαβύρινθος, μτφρ. Θάνος Καραγιαννόπουλος). Ο πρώτος είναι ο Τζέιμς Εμερσον, γιος εμπόρου από το Μπέλφαστ της Ιρλανδίας, που φτάνει στην Κέρκυρα από τη Μάλτα στις 12 Μαρτίου 1825, με ριζοσπαστικές απόψεις.

«Εξακολουθήσαμε την πορεία μας προς τον Πύργο. Όταν φτάσαμε, αργά τη νύχτα, ύστερα από μια ιδιαίτερα κοπιαστική πορεία μέσα από τους βάλτους και πάνω από μια μικρή οροσειρά που τους τέμνει, καθώς ήταν πια πολύ αργά για να συναντήσουμε τον Έπαρχο ή για να αναζητήσουμε κάποια άλλη στέγη, κατευθυνθήκαμε προς εκείνο που ο οδηγός μας αποκαλούσε “το café”, αλλά τι café! Όταν ανοίξαμε τη χαμηλή δίφυλλη πόρτα παρουσιάστηκε μπροστά μας η θέα ενός στενόμακρου, καταθλιπτικού διαμερίσματος με τοίχους από λάσπη, με λίγα λερά τραπέζια και καθίσματα τοποθετημένα ολόγυρα στους τοίχους.

»Πάνω σ’ αυτά απλώνονταν κάποιοι στρατιώτες που βρίσκονταν σε πορεία προς την Πάτρα, ενώ στο μέσον του χωμάτινου πατώματος καμμιά ντουζίνα ακόμα απ’ αυτούς κάθονταν γύρω από τη θράκα μιας φωτιάς, που ο καπνός της υψωνόταν περιδινούμενος γύρω από το ταβάνι, μέχρι να βρει διέξοδο ανάμεσα από τα πολυάριθμα ανοίγματα των κεραμιδιών…

»Η πόλη του Πύργου είναι η πιο καλοσυντηρημένη από όλες τις άλλες που έχω δει στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κατοικείτο στο παρελθόν εξ ολοκλήρου από Ελληνες, οι οποίοι έκαναν εκτεταμένο εμπόριο οίνου. Η γύρω περιοχή είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένη στην κουλτούρα του αμπελιού. Η μόνη κίνηση, ωστόσο, που εξακολουθεί να διατηρείται είναι η μεταφορά προβάτων και βοοειδών προς τα Ιόνια νησιά».

Ο κόμης και ο Κολοκοτρώνης

Ο ιταλός κόμης Τζουζέπε Πέκιο έρχεται, όπως και άλλοι επαναστάτες (πολιτικοί φυγάδες του Πεδεμόντιου) «φορώντας το προσωπείο του φιλελληνισμού, ενώ ο ερχομός και η δράση του συνδεόταν με την εξυπηρέτηση των δικών του πατριωτικών σχεδίων». Φτάνει και αυτός στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1825, ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Κομιτάτου της Αγγλίας, για να συνοδεύσει την έκτη δόση του δανείου που είχε δοθεί στην ελληνική διοίκηση.

«Οταν αντίκρισα τον Κολοκοτρώνη να κάθεται ανάμεσα σε δέκα συντρόφους του, αιχμαλώτους του κράτους, με τους φρουρούς να του φέρονται με σεβασμό, ανακάλεσα στην μνήμη μου την εικόνα που περιγράφει ο Τάσο με τον Σατανά στο συμβούλιο των δαιμόνων. Τα παραμελημένα γκρίζα μαλλιά του έπεφταν πάνω στους φαρδιούς του ώμους και ανακατεύονταν με την άγρια γενειάδα του, την οποία από τον καιρό της φυλακίσεώς του είχε αφήσει να μακρύνει, σε ένδειξη πένθους και εκδίκησης.

»Η κράση του είναι τραχειά και ρωμαλέα, τα μάτια του φλογερά, ενώ η πολεμική και άγρια μορφή του έμοιαζε σαν να ήταν ένας από τους κοφτερούς γκρίζους βράχους που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος. Του διαβίβασα τους χαιρετισμούς της Μπουμπουλίνας και του ανακοίνωσα ότι σε λίγες ημέρες θα αφηνόταν ελεύθερος. Με ευχαρίστησε μέσω του διερμηνέα και με ρώτησε τα νέα. Του είπα ότι οι Αιγύπτιοι βρίσκονταν πολύ κοντά στην κυρίευση του Ναυαρίνου και ότι ήσαν τρομεροί, όχι μόνο λόγω της ατομικής τους γενναιότητας, αλλά και λόγω της τακτικής τους ικανότητας και του ιππικού που διέθετε ο στρατός τους…

»Ο στρατηγός Κολοκοτρώνης δεν είναι σίγουρα ένας συνηθισμένος άνθρωπος της σειράς. Λίγες μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και έγινε δεκτός από την κυβέρνηση στο Ναύπλιο με όλον τον σεβασμό και με τις οφειλόμενες τιμές. Σχετικά με την συμφιλίωση με την κυβέρνηση, αυτός απάντησε αυθόρμητα και χωρίς κάποια προετοιμασία σε έναν λόγο που του απηύθυνε ένα από τα μέλη του νομοθετικού.

»Στην άτεχνη και ντόμπρα απάντησή του υπήρξε ένα αξιοσημείωτο απόσπασμα, στο οποίο είπε: “Καθώς ερχόμουν μέχρι εδώ από την Ύδρα, πέταξα κάθε μνησικακία στη θάλασσα. Κάντε κι εσείς το ίδιο. Θάψτε μέσα σε αυτόν τον κόλπο όλα τα μίση και τις διαφορές. Αυτός θα είναι ο θησαυρός που θα κερδίσετε”. Μιλούσε στην πλατεία του Ναυπλίου, όπου οι κάτοικοι εδώ και αρκετές μέρες τώρα έσκαβαν τη γη, ελπίζοντας (πράγμα συνηθισμένο στην Ελλάδα) να ανακαλύψουν κάποιον κρυμμένο θησαυρό».

Ο άγγλος εθελοντής και οι άποροι στρατιώτες 

Ο Γουίλιαμ Χένρι Χάμφρεϊς ήταν γιος λοχαγού του αγγλικού πυροβολικού. Θεωρείται από τον ιστορικό Κυριάκο Σιμόπουλο και τον Ντάγκλας Ντέικιν ως ο πρώτος άγγλος εθελοντής του ελληνικού Αγώνα το 1821. Επανήλθε τον Ιανουάριο του 1824 στο Μεσολόγγι και αργότερα συνδέθηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Υπηρέτησε ως αξιωματικός διοικητής σώματος Σουλιωτών το 1825.

Γράφει στο ημερολόγιό του: «Σε ό,τι αφορά τον λαό, η κυβέρνηση ήταν αντιδημοφιλής, καθώς οι κάτοικοι δεν είχαν δει κάποια ευεργετικά αποτελέσματα από την Επανάσταση. Και μολονότι δεν αναμενόταν να δουν κάποια και στο άμεσο μέλλον, ο νους τους ήταν τελείως απροετοίμαστος για να δεχτούν ότι το να υποφέρουν για την ένδοξη ιδέα της απελευθέρωσης της χώρας τους, θα τους αποζημίωνε αρκετά για τις δυσκολίες και τις στερήσεις που υφίσταντο. Εβλεπαν, επίσης, ότι η κατάστασή τους ήταν άνιση. Εβλεπαν τους λίγους, που βρίσκονταν ήδη στην εξουσία, να μονοπωλούν όλα τα πλεονεκτήματά της. Ενώ οι πολλοί, οι αδύναμοι και οι φτωχοί, σήκωναν από μόνοι τους όλα τα βάρη.

»Ακουγαν και έβλεπαν διάφορα συμφέροντα να συγκρούονται, έβλεπαν όμως επίσης τους εαυτούς τους να καταπιέζονται και να λεηλατούνται από όλες εξίσου τις πλευρές. Αισθάνονταν ότι οποιοδήποτε κι αν ήταν το κόμμα που επικρατούσε, η δική τους κατάσταση παρέμενε αμετάβλητη. Ούτε και η κατάσταση των στρατιωτών είχε βελτιωθεί. Αυτοί έπαιρναν χαμηλότερους μισθούς από ποτέ. Τα χρήματα βρίσκονταν στα χέρια των καπεταναίων, τα συμφέροντα των οποίων δεν ταυτίζονταν πλέον, ούτε και εξαρτιόνταν από αυτά των υποστηρικτών τους. Καθώς, δίχως να υπάρχει καμία βελτίωση στην πειθαρχία, η φυλετική σύνδεση που κάποτε τους ένωνε έχανε πια έδαφος και πληρώνονταν μονάχα οι λίγοι επιλεγμένοι ακόλουθοι, αυτοί που ήσαν απαραίτητοι για την υποστήριξη της εξουσίας τους, ενώ οι καπεταναίοι κρατούσαν τα υπόλοιπα για τον εαυτό τους.

»Δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς πολλά από στρατιώτες κακοπληρωμένους, οι οποίοι μάλιστα σε περίπτωση που θα γίνονταν ανήμποροι εξαιτίας κάποιου τραυματισμού δεν είχαν να περιμένουν κάποια συντήρηση στο μέλλον από πουθενά…».

Πηγή: Protagon.gr

Σχετικά άρθρα: