Τι πάθαιναν οι Έλληνες πολιτικοί που έπαιρναν φακελάκι πριν 2.500 χρόνια

Στην Αρχαία Αθήνα, η διαφθορά δεν ήταν απλώς ντροπή. Ήταν ποινικό αδίκημα με αυστηρές ποινές, δημόσιο διασυρμό και οριστική απομάκρυνση από την πολιτική ζωή. Κανείς δεν έμενε στο απυρόβλητο, ούτε οι πιο ισχυροί, αν αποδεικνυόταν ότι χρηματίστηκαν. Η έννοια της «ηθικής υπόληψης» δεν ήταν αφηρημένη, αλλά προϋπόθεση για να ασκήσει κανείς εξουσία.
Κάθε μέλος της Βουλής των 500, μόλις έληγε η θητεία του, περνούσε από έλεγχο. Ήταν υποχρεωμένος να δώσει πλήρη λογαριασμό των πράξεών του και των οικονομικών του χειρισμών. Αν υπήρχε υποψία για χρηματισμό, η διαδικασία λεγόταν ευθύνη και μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και σε αποπομπή. Δεν υπήρχε βουλευτική ασυλία, ούτε αοριστία.
Η πιο συνηθισμένη ποινή για δωροδοκία ήταν πρόστιμο 100 δραχμών. Δεν ακούγεται πολύ σήμερα, αλλά τότε ήταν τεράστιο ποσό – έφτανε για να ζήσει μια οικογένεια για μήνες. Κι επιπλέον, όποιος καταδικαζόταν δεν είχε δικαίωμα να ξαναεκλεγεί. Το «μια φορά διεφθαρμένος, για πάντα αποκλεισμένος» ήταν κυριολεκτικό.
Για να προστατευτεί το κύρος της Δημοκρατίας, απαγορευόταν ακόμη και να προτείνει κάποιος νόμο αν είχε χρηματιστεί στο παρελθόν. Η διαφθορά άφηνε μόνιμο σημάδι. Αν κάποιος γερουσιαστής έπαιρνε φακελάκι και το μαθευόταν, δεν αρκούσε η παραίτηση. Του αφαιρούσαν οριστικά το δικαίωμα να ασκεί οποιαδήποτε δημόσια εξουσία.
Υπήρχε και ειδικός νόμος που απαγόρευε σε οποιονδήποτε είχε υποπέσει σε «ατιμία» να λάβει μέρος σε δημόσια λειτουργία. Η ατιμία δεν ήταν προσβολή, ήταν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Ο φακελάκιζε, δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει στην Εκκλησία του Δήμου, ούτε να ψηφίσει, ούτε να εκλεγεί.
Η πιο σκληρή απόδειξη του αθηναϊκού μηδενικού ορίου στη διαφθορά ήταν το ότι κάθε χρόνο δημοσίως κληρώνονταν οι ελεγκτές της Βουλής. Δεν άφηναν την τύχη σε μόνιμους επαγγελματίες, ούτε σε συμμάχους των ισχυρών. Το σύστημα στηριζόταν στην τύχη για να αποφεύγει την πατρωνία.
Και το πιο απίστευτο: η Αθήνα είχε θεσπίσει ακόμα και ποινές στους κριτές που λάμβαναν δωροδοκίες, με νόμο που προέβλεπε ότι όποιος δεν αποκάλυπτε παράνομο πλουτισμό, θεωρούνταν συνένοχος. Ολόκληρη η Πόλη είχε χρέος να διατηρεί τον δημόσιο βίο καθαρό. Η «ανοχή» δεν ήταν επιλογή. Ήταν συνενοχή.
Πηγή: sportime.gr