Της Καλογοραντζής το τρίδυμο αστέρι
ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ
Γράφει
ο Μηνάς Λέκκας
Κοιτάζω μια παλιά φωτογραφία. Προσεχτικά, για πολύ ώρα. Μου είναι δύσκολο να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της. Στο κιτρινισμένο, από το πέρασμα του χρόνου χαρτί, χαμογελούν αγκαλιασμένα τρία νέα παιδιά, τρία ομορφόπαιδα, τρεις λεβέντες: Ο Γιάννης Σιούκουρας, ο Βασίλης Τάλλιος και ο Κώστας Λέκκας. Ορφανά από πατέρα και τα τρία, σπούδασαν στην Ελλάδα με υποτροφία του Ελληνικού κράτους. Τελειώνοντας τις σπουδές τους, έσκασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα παιδιά γύρισαν στο χωριό τους. Οι μανάδες τους, που τα μεγάλωσαν με κόπους και θυσίες, αλλά και με πολλή αγάπη, τα κρυφοκαμάρωναν, Μαζί τους και όλο το χωριό.
Κοιτώ τη φωτογραφία και μέσα μου ξυπνούν μνήμες, που αποτυπωμένες στο παιδικό μου μυαλό, δεν μπόρεσε να σβήσει ο χρόνος.
Ήταν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το χωριό, όπως όλη η χώρα που μόλις έχει βγει από τον πόλεμο, ήταν ακόμη μπαρουτοκαπνισμένο, αμήχανο, προβληματισμένο. Η φρούδα ελπίδα που επικρατούσε στον κόσμο της Ε.Ε. Μειονότητας για αυτοδιάθεση, όπως κατά τη διάρκεια του πολέμου είχαν υποσχεθεί οι Αλβανικές αρχές, είχε σχεδόν σβήσει. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει γι’ αυτή. Το νεοσύστατο Αλβανικό κράτος, ενταγμένο στο Ανατολικό στρατόπεδο, εδραίωνε κάθε μέρα και περισσότερο τη θέση του. Τα πράγματα έπαιρναν την προορισμένη κατεύθυνση.
Οι Καλογοραντζινοί, όπως όλη η χώρα, ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά, ελπίζοντας πάντα στο καλύτερο. Ανάμεσά τους και τα τρία λεβεντόπαιδα. Μορφωμένα και αισιόδοξα απ’ τη φύση τους όπως ήταν και γεμάτα όρεξη για δουλειά, με τον γυρισμό τους στο χωριό, φέρανε έναν νέο άνεμο, μια νέα πνοή. Η παρουσία τους, ο λόγος τους, ο απλός και συνάμα πολιτισμένος λόγος, τους έδινε μια λάμψη, που εμείς μικρά παιδιά κυνηγούσαμε να την «πιάσουμε», όπως τις λαμπυρίδες τα βράδια του καλοκαιριού. Θέλαμε να τους μοιάσουμε, να γίνουμε σαν αυτοί. Σέβονταν τους γέρους, τους μεγαλύτερους, συζητούσαν μαζί τους, τους άκουγαν με προσοχή. Και κείνοι κάθε μέρα και περισσότερο εκτιμούσαν τα μυαλωμένα, όπως έλεγαν, αυτά παιδιά, παροτρύνοντας τους άλλους να τ’ ακολουθήσουν.
Το χωριό έπαιρνε μια ζωντάνια, αποχτούσε μια κινητικότητα. Τραγούδια, χοροεσπερίδες, εκδρομές και διάφορες θεατρικές παραστάσεις που διοργάνωναν, επιστρατεύοντας και άλλα ταλαντούχα παιδιά του χωριού, όπως τον Κώτσιο Σούτζιο, τον Θωμά Λιάρο, τον Μίχο Σιάρρα και άλλους, όλα μαζί διασκέδαζαν τον απλό κόσμο, τον ξεκούραζαν, τον έκαναν να ξεχάσει τη σκληρή καθημερινότητα, καλλιεργούσαν μια απροσδιόριστη ελπίδα. Στη μνήμη μου μένει ακόμα ζωντανή η εικόνα του Τάσου και της Γκόλφως, η τραγουδιστή φωνή τους, τα φτωχά χαρακτηριστικά τους κοστούμια, τα απλά σκηνικά του δάσκαλου, του ζωγράφου και ηθοποιού Βασίλη Τάλλιου, που στα μάτια μας φάνταζαν παραμυθένια. Βλέπω ακόμα τον κόσμο να τρέχει στα σοκάκια του χωριού, να βιάζεται να φθάσει στο σχολείο και να πιάσει μια θέση μπροστά στη σκηνή. Ακούω τα χειροκροτήματά τους. Βλέπω το δάκρυ τους. Ακούω το γέλιο τους. Ακούω τα εύγε και τις ευχές των μεγαλύτερων. Κι ας πέρασαν από τότε έξι δεκαετίες.
Δάσκαλοι πια, ενταγμένοι στο εκπαιδευτικό σύστημα του νεοσύστατου κράτους, διορισμένοι στα σχολεία της περιοχής μας, στο χωριό μας και στα γύρω χωριά, εργάζονται με πάθος για τη διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των μαθητών της Ε.Ε. Μειονότητας. Δυο μεγάλα 7τάξια και αργότερα 8τάξια σχολεία, λειτουργούσαν τότε στην Κάτω Δρόπολη: Της Δερβιτσάνης και των Σωφρατίκων. Επικεφαλής αυτών, διευθυντές για πολλά κατά σειρά χρόνια, στη Δερβιτσάνη ο Γιάννης Σούκουρας και στα Σωφράτικα ο Κώστας Λέκκας. Αρχικά απλοί δάσκαλοι, αυστηροί, απαιτητικοί και αποδοτικοί, αναδείχτηκαν γρήγορα σε αναγνωρισμένες προσωπικότητες του δασκαλικού κόσμου. Κέρδισαν την εκτίμηση και το σεβασμό των συναδέλφων τους, των προϊσταμένων και υφισταμένων τους, ολόκληρου του μαθητικού κόσμου. Με δουλειά, χωρίς γλειψίματα και δουλικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό και άντεξαν στις φουρτούνες. Το όνομά τους έγινε συνώνυμο του ακάματου εκπαιδευτικού.
Ο τρίτος της παρέας, ο Βασίλης Τάλλιος, διορίστηκε αρχικά δάσκαλος στο χωριό του, την Καλογοραντζή και αργότερα στο ελληνικό επτατάξιο του Δελβίνου. Από κει στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο των Τιράνων, για να καταλήξει αργότερα στην Αυλώνα, καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Ο Τάλλιος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Εκτός από δάσκαλος, καλός δάσκαλος των ελληνικών, ήταν και ζωγράφος. Ήταν απ’ τα αυτοφύτρωτα ταλέντα, που ευδοκιμούν και στις πιο δύσκολες «καιρικές συνθήκες». Ο Βασιλιάς Γιώργος τον έχει βραβεύσει με το Αργυρό Μετάλλιο για ένα πορτρέτο του, έργο του Βασίλη, που το σχολείο του έστειλε στο Βασιλιά ως δώρο με την ευκαιρία της 25ης Μαρτίου. Του δόθηκε υποτροφία για την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αθήνας και ο Βασίλης καταχαρούμενος έφυγε για την Αθήνα. Δεν πέρασε πολύ καιρός και ο πόλεμος τον έφερε στο χωριό του. Στην Αυλώνα, όπου κατέληξε μετά απ’ το χωριό του, το Δέλβινο και τα Τίρανα, ανέπτυξε πλατιά καλλιτεχνική δράση. Ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που άνοιξε έκθεση ζωγραφικής στην Αυλώνα, για να ακολουθήσουν άλλες έξι και δυο μετά θάνατον, με μεγάλη επιτυχία. Πήρε μέρος σε πολλές συλλογικές εκθέσεις και στη Διεθνή Έκθεση της Αλεξάνδρειας το 1957. Το έμφυτο, δυνατό ταλέντο του, η καλλιτεχνική του δημιουργία και η αποδοχή του πλούσιου έργου του απ’ το φιλότεχνο κοινό της εποχής, ανάγκασαν τους ιθύνοντες να τον δεχτούν στους κόλπους της Ένωσης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών Αλβανίας.
Οι καταστάσεις, επέβαλαν στους τρεις αυτούς ταλαντούχους εκπαιδευτικούς να διδάξουν και στα αλβανικά. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η ψυχή τους όμως, όλο τους το είναι, μιλούσε ελληνικά, καθαρά ελληνικά.
Τα τρία αυτά λεβεντόπαιδα της Καλογοραντζής, πήγαν χρόνια τώρα, που πέταξαν ψηλά στους ουρανούς. Σίγουρα στον Παράδεισο. Τρεις συγχωριανοί, τρεις συμμαθητές, τρεις συνάδελφοι, τρεις ακάματοι εργάτες της παιδείας και του πολιτισμού. Ένα τρίδυμο αστέρι, που λάμπει και θα λάμπει για πάντα στο γαλανό ουρανό της Καλογοραντζής.
Αθήνα, 15.02.2010