Το δείπνο των δακρύων

Γράφει
η Ανθούλα Διαμάντη – Κηπιώτη
Ένα κομμάτι της Ηπείρoυ που αποτελούσε από τα αρχαία χρόvια εvιαία γεωγραφική και εθvική εvότητα, άρρηκτα συvδεδεμέvη με τov Eλληvισμό, απoτελεί μέρος του γειτονικού κράτους. Και ενώ η ελληvικότητα της Bορείου Hπείρoυ δεv έγινε δυvατόν vα αμφισβητηθεί σoβαρά από καvέvα, η επιδίκασή της στηv Αλβαvία έγιvε μετά από διπλωματικά παιχνίδια, πέρα από κάθε έννοια ηθικής και δικαίoυ. Τα νέα σύνορα χαράχτηκαν απρόσωπα και κυνικά, πάνω σε ένα χάρτη της περιοχής. Μια «χάραξη επί χάρτου» χώρισε οικογένειες, συγχωριανούς, συγγενείς και φίλους. Θεωρείται ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές…και εμείς ανάμεσα σε αυτούς είμαστε!!! Λάθος….Την γράφουν μόνον οι ισχυροί νικητές, που εμείς δεν είμαστε.
Η ζωή στην Αθήνα για την οικογένεια Διαμάντη ήταν περιορισμένη. Έξοδοι για ψυχαγωγία δεν υπήρχαν ούτε για τους μικρούς ούτε για τους μεγάλους. Πηγαίναμε όμως όλοι μαζί, πάντοτε, στις εκδηλώσεις της Ένωσης Δροπολιτών, που ήταν συνήθως συνεστιάσεις ή επετειακές εκδηλώσεις με χορούς και τοπικές ενδυμασίες. Σπάνια μαζεύονταν στο σπίτι για ένα απλό φαγητό και λίγο κρασάκι, μακρινοί συγγενείς και κυρίως πατριώτες. Λαϊκοί άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι και θλιβεροί.
Αναρωτιόμουν από τότε, μικρό παιδί, τι σχέση και τι κοινό είχε ο πατέρας μου με αυτούς τους κακόμοιρους ανθρώπους. Ο όμορφος, αριστοκρατικός, φινετσάτος, διανοούμενος πατέρας μου. Σήμερα νομίζω ότι ξέρω την απάντηση! Τους προέτρεπε να τραγουδήσουν και με μεγάλη νοσταλγία τραγουδούσε μαζί τους τα τραγούδια της Βορείου Ηπείρου, αυτά τα περίεργα πολυφωνικά τραγούδια.
Προφανώς τον πατέρα μου τον «γύριζαν» στην πατρίδα του, στο χωριό του, στους δικούς του ανθρώπους. Οι ήχοι από τα τραγούδια τον επαναπάτριζαν και οι ήχοι αυτοί- που δεν ήταν δυνατόν να τους ακούσει από άλλη πηγή, ήταν ο ισχυρός συνδετικός κρίκος με τους «χωριανούς» του, όπως τους έλεγε. Εμένα μου έμοιαζαν τελείως παράφωνα, αργόσυρτα μοιρολόγια και δεν ήθελα καθόλου να τα ακούω. Αλλά ήταν τόσο μεγάλο το πάθος και η συγκίνηση που τα συνόδευε, που δεν τολμούσα να τα απορρίψω, ούτε μέσα στο μυαλό μου. Σήμερα τα ακούω και τα συνοδεύω με δάκρυα.
Ο πατέρας μου έφυγε από την ζωή και δεν είδε το όνειρό του να πραγματοποιείται. Αλλά δεν ήταν η μόνη του προσδοκία του που δεν υλοποιήθηκε! Δεν είδε τα παιδιά του μεγάλα και ολοκληρωμένα, ουσιαστικά δεν είδε γενικά την ζωή του να ανθίζει και να καρπίζει. Άφησε όμως κληρονομιά το καλό του όνομα. Η μητέρα μου έλεγε ότι αυτό το όνομα θα ήταν η … προίκα μου και εγώ κορόιδευα την αφέλεια ή τον ρομαντισμό της. Ήμουν άδικη μαζί της αλλά και μαζί του. Πολλές φορές στην ζωή μου συνάντησα άγνωστους σε μένα ανθρώπους, που τον είχαν γνωρίσει και που όταν διαπίστωναν ότι είμαι η κόρη του, μου χάριζαν απλόχερα την εμπιστοσύνη και την εκτίμησή τους. Ήταν πράγματι ένα είδος προικιού!! Αυτά για το μακρινό παρελθόν.
Τα χρόνια πέρασαν, όλοι μεγαλώσαμε, βρήκαμε τον δρόμο μας, σπουδάσαμε, παντρευτήκαμε, χαρίσαμε στη ζωή άξιους απογόνους. Βολεμένοι στις ζωές μας, υπεραπασχολημένοι, αλλά και αποδοτικοί στις δουλειές μας και τις επιστημονικές μας ενασχολήσεις, μάθαμε ότι κάτι άλλαξε στις σχέσεις μας με την Αλβανία! Οφείλω να πω ότι δεν μας απασχολούσε και πολύ το θέμα. Κανείς μας-εκτός από τον θείο Λάκη- δεν ήταν αληθινός-γνήσιος Βορειοηπειρώτης, δεν είχε ζήσει εκεί, δεν είχε παραστάσεις και δεν γνώριζε κανέναν από τους συγγενείς. Μόνον η μητέρα μου είχε τις γλυκές της αναμνήσεις από την λιγόχρονη παραμονή της και τον γάμο της εκεί. Ήταν ήδη 1992 όταν ο θείος Λάκης (Βασίλης) -που παλαιότερα έμενε μαζί με την οικογένειά μας-, μας ανακοίνωσε ότι οι Βορειοηπειρώτες συγγενείς σύσσωμοι έφτασαν στην Αθήνα. Ο Θείος ο Λάκης και η μάνα μου αναστατώθηκαν…μετά από τόσες δεκαετίες θα ξαναντάμωναν, ο θείος με τα αδέλφια του, η μάνα μου με τους κουνιάδους και τις συννυφάδες της.
Αποφασίσαμε να τους καλέσουμε ένα επόμενο βράδυ στο σπίτι μου να φάμε όλοι μαζί και να …γνωριστούμε! Τους ειδοποίησα ότι θα πάω να τους πάρω με το αυτοκίνητό μου για να μην παιδεύονται και χαθούν. Έστρωσα ένα τεράστιο τραπέζι με όλα τα σερβίτσια και τα κρυστάλλινα ποτήρια, τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και τα πορσελάνινα διπλά και τριπλά πιάτα. Ετοίμασα ότι καλύτερο μπορούσα από φαγητά, σαλάτες, γλυκά. Ο αδελφός μου που ήρθε νωρίτερα με κορόιδευε για τις προετοιμασίες και το στήσιμο του τραπεζιού. «Μάζεψέ τα» μου είπε, «θα τους μπερδέψεις με όλα αυτά τα σερβίτσια που έβαλες». «Απλοί άνθρωποι από το χωριό είναι…έρχονται να μας γνωρίσουν!!Αναρωτιέμαι αν θα έχουν το κουράγιο να φάνε.»!! Βγήκε απόλυτα αληθινός!
Μόλις διάβηκαν το κατώφλι του διαμερίσματός μας, δεν είχαμε προλάβει να τους καλωσορίσουμε, είδαν ακριβώς απέναντι τους την κορνιζαρισμένη σε μεγάλο μέγεθος φωτογραφία του πατέρα μου, δηλαδή του αδελφού τους. Το τι κλάμα έπεσε δεν περιγράφεται! Είδαμε και πάθαμε με τον σύζυγό μου να τους ημερέψουμε. Τα δάκρυα έπεφταν βροχή, σιωπηλά, τρυφερά θα έλεγα, με παράπονο και λύπη συγχρόνως. Δεν μιλούσε κανείς μας, λες και κάναμε μνημόσυνο στην εκκλησία. Η μητέρα μου αναβίωσε τον καημό της για την χηρεία της και έκλαιγε γοερά μαζί τους. Είδαμε και πάθαμε να τους καθίσουμε στο τραπέζι για φαγητό.
Τρώγοντας ανακαλύπτω τους καινούργιους-παλαιούς θείους. Αριστείδης, Σωκράτης, Θωμάς … Είναι καλοβαλμένοι, καθαροί, με λαμπερά πρόσωπα και μιλούν όμορφα. Θέλουν να τα πουν όλα, όσα δεν ειπώθηκαν όλα αυτά τα μίζερα χρόνια του αποκλεισμού. Η γυναίκα του Θωμά μας εξομολογείται -κλαίγοντας πάλι- ότι είχε φέρει πεσκέσι από το χωριό, τέσσερα κιλά κρέας και δύο μπουκάλια σπιτικό τσίπουρο. «Το κρέας το κράτησαν στα σύνορα» μας είπε και τα δάκρυα έτρεξαν πλούσια πάλι. Αυτό δεν ήταν δείπνο καλωσορίσματος και γνωριμίας, ήταν «το δείπνο των δακρύων».
Όταν έφυγαν οι συγγενείς, μαζεύοντας το τραπέζι και την κουζίνα, φορτισμένη ακόμη από την ανακάλυψη των αδελφών του πατέρα μου, συγκινημένη και απορημένη, ακούω τον σύζυγό μου να σχολιάζει: Μου έκανε τεράστια εντύπωση η γλώσσα -τα Ελληνικά- που μιλούσαν οι θείοι σου … ούτε ένα λάθος, ούτε μια παραδρομή ή κάποιο μπέρδεμα. Ο ένας μάλιστα, κάποια στιγμή, χρησιμοποίησε στον λόγο του χρόνο Παρακείμενο. Τι στέρεα παιδεία !!!!
…Έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από τότε. Θυμάμαι έντονα την βραδιά -σαν να ήταν χθες- και την φόρτιση που υπήρχε και μου έρχονται δάκρυα. Τόσοι άνθρωποι, τόσο ξερίζωμα, τόσος πόνος!!
Στη φωτογραφία (φωτομοντάζ) στο εξώφυλλα, απ’ τ’ αριστερά προς τα δεξιά: Αριστείδης, Θωμάς, Γιάννης, Βασίλης και Σωκράτης.