Το φαγητό της φτωχολογιάς στον κάμπο της Δρόπολης
Γράφει ο Νίκος Λύτης
Ο νους μας πηγαίνει συχνά σε διάφορα γεγονότα και ενθύμια από τα χωριά μας. Πολλά είναι ωραία, όμορφα, όμως υπάρχουν και αρκετά λυπηρά, που όταν τα θυμάσαι σου προκαλούν στεναχώρια.
Ένα απ’ τα αρκετά λυπηρά, είναι και το φαγητό της φτωχολογιάς. Το ξίδι με ζάχαρη, με νερό και ψωμί, το πιο γρήγορο και φθηνό φαγητό της φτωχολογιάς, για τους θερινούς μήνες στον κάμπο της Δερόπολης.
Όπως είναι γνωστό, μεγάλο μέρος των ανδρών και νέων της Δερόπολης πήγαιναν για δουλειά στην ξενιτιά. Ένα μέρος κι εντός της Αλβανίας, σε διάφορες πόλεις. Λίγοι ήταν αυτοί που έμεναν στο χωριό, για να ασχοληθούν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. (Ένα μέρος των βοσκών (τσομπάνηδων) στη Δερόπολη, ήταν από το γειτονικό χωριό, το Λιαζαράτι).
Οι γεωργοί μας είχαν βόδια, αλέτρι και πλιούχο και δούλευαν τα χωράφια των άλλων συγχωριανών τους έναντι χρηματικής αμοιβής.
Την ημέρα που έρχονταν ο ζευγίτης, συνήθως μαζί με τα παιδιά του ή με βοηθό για όργωμα του χωραφιού, για τη σπορά του σιταριού ή το αλώνισμά του, κλπ, οι γιαγιές και μητέρες μας ετοίμαζαν τα καλύτερα φαγητά. Αυτά ήταν: κουρκουτόπιτα με τυρί, που ετοιμάζονταν με αλεύρι από στάρι ή λιπανή με τυρί, που γινόταν με καλαμποκίσιο αλεύρι. Μπορεί να μαγείρευαν φαγητό με ζαρζαβάτια, συνήθως μπαρμπούνια ή πατάτες. Οι πιο πλούσιοι ετοίμαζαν και μπουρέκι ή έσφαζαν και κοτόπουλο. Οι δε φτωχοί, κάναν και λαχανόψωμα ή λαχανόπιτα, κολοκυθόπιτα, που γινόταν με αλεύρι καλαμποκίσιο και λάχανα και κολοκύθια. Έριχναν μέσα τυρί και τραχανά γλυκό (ή κοφτό κομμένο σε χειρόμπουλα. Ετοίμαζαν και σαλατίτσα με ντομάτες ή μαρούλι ή ελιές κι έβαζαν λίγη ρακή (τσίπουρο) σε κανένα μπουκαλάκι αραντζιάτας, όταν το είχαν.
Αυτά ήταν φαγητά για το ζευγίτη.
Για τον εαυτό τους, οι γυναίκες της Δερόπολης στο σκάλο, στο θέρο, στο αλώνισμα ή στο μάζωμα (συγκομιδή) του καλαμποκιού είχαν μενού φτωχό.
Τις παραπάνω κι άλλες πολλές γεωργικές εργασίες, οι Δεροπολίτισσες τις αντιμετώπιζαν με συνεργασία. Συνεργάζονταν μεταξύ τους συγγενικά πρόσωπα, συμπεθεριές, γειτόνισσες, φίλες, κλπ, για να προλάβουν τις δουλειές της εποχής.
Κατακουρασμένες από τη δουλειά και ηλιοκαμένες, οι Δροπολίτισσες έτρωγαν μαζί το γεύμα. Ξεκρεμούσαν το σακούλι από το δέντρο, έστρωναν κάτι μπροστά τους κι έβγαζαν το καλαμποκίσιο ψωμί, το βραστό αβγό με αλάτι και ρίγανη, λίγο τυρί, κάτι άλλο φτωχικό.
Το πιο φτωχό απ’ όλα ήταν: ένα μπουκαλάκι ξύδι, λίγη ζάχαρη, λίγο νερό κι ένα σάνι ή κούπα κι ένα κουταλάκι. Το ξύδι οι φτωχοί μας άνθρωποι το αγόραζαν από τους Μουζινιώτες που κατέβαιναν στα χωριά της Δερόπολης με τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους και τα αντάλλασσαν με γεωργικά προϊόντα, σιτάρι ή καλαμπόκι.
Αυτό το φτωχό φαγητό είχε και μερικά θετικά αποτελέσματα. Δρόσιζε το μεσημέρι τις ταλαιπωρημένες γυναίκες. Ταχτοποιούσε κατά κάποιο τρόπο την ισορροπία της υπέρτασης του αίματος.
Μετά από το φτωχικό γεύμα τους, τη λίγη ξεκούραση, οι γυναίκες που ήταν φιλοτράγουδες και είχαν και κορίτσια (κοπέλες) μαζί τους, έπαιρναν και κανένα πολυφωνικό τραγούδι, κάτω από τον ίσκιο τη ιτιάς όπως: «Τούτο το καλοκαίρι», κλπ.
Έτσι, εάν και τα φαγητά φτωχά, η κούραση μεγάλη, σχεδόν όλα δύσκολα, το ηθικό αυτού του λαού ήταν πάντα υψηλό, το πολυφωνικό τραγούδι δεν το ξεχώριζε από την καθημερινή ζωή του.
Στη φωτογραφία, δανεισμένη από το προσωπικό αρχείο της Αντωνέτας Βαρσάμη, γοραντζινές γυναίκες στα χωράφια του γεωργικού συνεταιρισμού. Από αριστερά προς δεξιά: Νίκο Βαρσάμενα, Γιάννη Μπίρνιενα,Πύλιο Γκόλενα και Κώτση Γκέλιοβα… (όπως τις λέγαμε παλιά … με το όνομα του ανδρός)
«Λαϊκό Βήμα», Πέμπτη, 29 Ιουλίου, 1999