Το γράμμα

Το γράμμα

Του Λεωνίδα ΠΑΠΠΑ

9 Μαΐου 1990.

Ο ταχυδρόμος στεκόταν αμίλητος στη λιάσα του σπιτιού μας. Δεν φώναξε όπως συνήθιζε, περίμενε να πάει κάποιος από εμάς.

Ο πατέρας μου με κοίταξε χωρίς να μου μιλήσει. Δεν κατάλαβα αν το βλέμμα του ήταν πρόσταγμα να πάω εγώ στον ταχυδρόμο ή ήθελε να με ρωτήσει: «τι έκανες πάλι;». Ως έφηβος, δεν ήμουν από τα πιο φρόνιμα παιδιά και ο πατέρας μου μπορεί να υποψιάστηκε ότι τον ταχυδρόμο τον έστειλε το κόμμα ή η αστυνομία για μένα. Ο πατέρας μου κατέβασε ξανά το κεφάλι, αδιαφορώντας όχι μόνο για τον ταχυδρόμο που περίμενε στη λιάσα, αλλά και για τους υπόλοιπους που καθόμασταν στη σκάλα.

«20 χρονών παλικάρι θάψαμε χθες, δεν μπορούνε να σεβαστούν ούτε μια μέρα τη λύπη μας» – μουρμούρισε η μάνα μου.

Για τους απεσταλμένους εκείνου του καιρού ένοιωθα μια απέχθεια, αλλά τον μπαρμπα – Σπύρο, τον ταχυδρόμο από τα Καλύβια τον συμπαθούσα. Με συμπαθούσε και εκείνος, ίσως γιατί με το γιο του τον Πέτρο ήμασταν συμμαθητές, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, χωρίς να τον έχω δει ποτέ στα 34 χρόνια που πέρασαν, παραμένει στο μυαλό μου ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που μας έβλεπε όλους με συμπάθεια.

Αισθάνθηκα άσχημα που τον αφήσαμε να περιμένει. Σηκωθήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα με τη μάνα μου να πάμε προς το μέρος του. «Το παιδί θέλω, κάτσε εσύ» είπε με τρεμάμενη φωνή στη μάνα μου. Ο τόνος της φωνής του, αύξησε κι άλλο την περιέργεια και την αγωνία μας.

«Έχεις γράμμα από το Γιάννη» μου είπε βουρκωμένους.

Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω ότι ο ξάδερφός μου, μου είχε γράψει γράμμα πριν τον σκοτώσουν στο Δυρράχιο, το ταχυδρόμησε και το γράμμα έφτασε στα χέρια μου μία μέρα μετά την κηδεία του.

Άρπαξα το γράμμα κι έφυγα τρέχοντας στο κατώι.

Δεν άντεχα να ακούω το σπαραχτικό μοιρολόι της μάνας μου, ούτε να αντιμετωπίσω την κατάρρευση του πατέρα μου. Αυτό όμως που με έκανε πιο πολύ να τρέξω και να αμπαρωθώ στο κατώι, ήταν γιατί ήθελα το γράμμα του Νάκου να το διαβάσω μόνος μου. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, αλλά σε μένα είχε εκμυστηρευτεί το μυστικό της καρδιάς του. Κάθε φορά που μου έγραφε, στο τέλος μου έλεγε να πω χαιρετίσματα στην κοπέλα που αγαπούσε. Αυτό το μυστικό δεν ήθελα να το μάθει κανένας άλλος.

[Γράμμα στις 30.4.90.

Αγαπητέ και αξάδερφε Λεονίδα, από πολή μακρειά σου γράφω, περνόντας ράχες και βουνά… …. εύχομαι με τούτο γράμμα να σας βρω καλά….

… να μην την στεναχωρεβης γιατι εισαι λίγο γκρινειάρης εσυ….

… Έστιλα γράμμα της Τέλος και το γράμμα που μου έστειλε, να της πεις ότι το πήρα …

… Τωρα σας κλιάω το γράμμα, νάστε καλά με την ειγεία σας. Δώσε χερετήματα σε όλους.

Γιάννης Παππάς]

Κάθε φορά που μετακόμιζα, το γράμμα του Νάκου ήταν στην κούτα με τα πολύτιμα αντικείμενα. Πριν την τοποθετήσω στη νέα της θέση, το διάβασα και επανέρχονταν στη μνήμη μου ο Απρίλης και ο Μάης του 1990. Ζητούσα από τον πατέρα μου να μου περιγράψει το φονιά και τη δίκη που έγινε ένα μήνα μετά.

Προσπαθούσα να βάλω τις ημερομηνίες σε μια σειρά:

30 Απριλίου – Ο Γιάννης έγραψε το γράμμα.

4 Μαΐου – Το γράμμα σφραγίστηκε στο ταχυδρομείο Δυρραχίου.

7 Μαΐου – Αργά το βράδυ, ένα στρατιωτικό καμιόνι σταθμεύει στα πλατάνια του Τσαούσι, δίπλα από το χωριό μας, χωρίς να ξέρει κανείς τι έχει μέσα.

8 Μαΐου – Στις 6 το πρωί, τέσσερεις στρατιώτες, διέσχιζαν το χωριό, κουβαλώντας το κόκκινο κουτί (φέρετρο).

Με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. «Δάγκαστη, δεν το έμαθε ακόμα η Γιώργενα» άκουσα να λέει ένας μπάρμπας.

Η κακο – Γιώργενα, είχε φύγει για ξύλα από τα ξημερώματα, για να προλάβει να γυρίσει για το μεροκάματο. Πως αλλιώς να ‘κανε, επτά ορφανά παιδιά είχε!; Δεν είχε παράπονο, τα δύο μεγαλύτερα, ο Σπύρος και ο Λευτέρης είχαν πάρει στην οικογένεια τη θέση του πατέρα τους, αλλά ο τρίτος, ο Νάκος της, ήταν αλλιώς, πιο υπάκουος, τον καμάρωνε που είχε πάρει την τέχνη του πατέρα του και περίμενε πως και πώς να τελειώσει το στρατό. Ποιος τολμούσε να της πει το φρικτό μαντάτο;

Μπαινόβγαινα αμήχανα στο δωμάτιο με τα σανίδια που τον είχαν βάλει για να δω το τραύμα του. Ήταν ένα μικρό σημάδι στο αριστερό μάγουλο. «Τον χτύπησαν από μπροστά και από κοντά» μου είπε κάποιος που «διάβασε» τις απορίες μου και συνέχισε: «η σφαίρα κάνει μεγάλη πληγή όταν βγαίνει από το σώμα όχι όταν μπαίνει».

Οι τέσσερεις στρατιώτες καθόταν στην άκρη της αυλής με τα όπλα επ’ ώμου. Το απόγευμα, όταν τον βγάλαμε από το σπίτι, πυροβόλησαν τρεις φορές και άλλες τόσες στο νεκροταφείο όταν γινόταν ο ενταφιασμός, στον τάφο του πατέρα του.

Ο Αξιωματικός που συνόδευε τα άγημα, θέλησε να βγάλει λόγο: «Ushtari Jani Papa, ra ne krye te detyres… » (Ο στρατιώτης Γιάννης Παππάς, έπεσε στο καθήκον). Η κακο – Γιώργενα όρμησε πάνω του μ’ όση ψυχή και φωνή της απέμεινε. «Φονιάδες μου σκοτώσατε το παιδί» φώναζε και άμπωνε τον αδερφό της το Λάμπη που προσπαθούσε να τη συγκρατήσει. Ο αξιωματικός – που είχε προβλέψει και αυτό το ενδεχόμενο – διέταξε τους στρατιώτες να τρέξουν στο καμιόνι που ήταν σταθμευμένο έξω από το φράχτη του νεκροταφείου.

Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι από εκείνη την ημέρα, ήταν μία ομάδα παιδιών που συνοδεύαμε πετροβολώντας το όχημα στην κατηφόρα της Αγίας Βαρβάρας μέχρι το Σταυροδρόμι. Γυρίσαμε όλο ικανοποίηση, λες και πήραμε κάποια εκδίκηση για το Γιάννη, αλλά ο μπάρμπα Ζήσος μας μάλωσε, «τι σας φταίνε οι στρατιώτες, αυτοί ήταν φίλοι του».

Ο παππούς ήταν βέβαιος και επέμενε για το κίνητρο του δολοφόνου από το Πόγραντετς: «Επειδή κέρδισε ο Μητσοτάκης τις εκλογές, για αυτό τονε σκότωσε».

Κανένας δεν έδινε σημασία στα λόγια του 87χρονου παππού μας, τις θεωρούσαν «φαντασίες του γέρου». Κι όμως, ο Γιάννης όταν ήρθε με άδεια, πριν πάει στο σπίτι του, πέρασε πρώτα από τον παππο – Βαγγέλη και μίλησαν αρκετή ώρα.

Υπήρχε και κάτι άλλο ανεξήγητο: Στην δίχρονη στρατιωτική θητεία τότε, έδιναν μόνο μία άδεια και αυτήν στο δεύτερο χρόνο, πως γίνεται και τον άφησαν από τον τέταρτο μήνα;!

Προσπαθώ να βάλω ξανά τις ημερομηνίες σε σειρά:

Άνοιξη του 1990, στην Ελλάδα, η πολιτική πόλωση Μητσοτάκη – Παπανδρέου φτάνει στο αποκορύφωμα της. Τόσο πολύ που ξεπέρασε τα σύνορα. Η κομουνιστική Αλβανία στήριζε το φίλο της Παπανδρέου ενώ στο «αντιδραστικό» χωριό μας, το Αλύκο, άφηναν όλοι μουστάκι για να ταιριάζει το σύνθημα «Είμαστε άντρες με μουστάκι, θέλουμε το Μητσοτάκη».

8η Απριλίου, ο Μητσοτάκης κερδίζει για πρώτη φορά τις εκλογές. Στην Αλβανία και ειδικά στους έμπιστους του καθεστώτος Αλία επικρατεί μεγάλη ανησυχία, αντίθετα στο Αλύκο στήνεται κρυφό πανηγύρι.

13η Απριλίου, ο Γιάννης φτάνει στο χωριό. Έδειχνε ευτυχισμένος, κάτι τον έκανε πολύ χαρούμενο. Στις εφτά μέρες της άδειάς του, παίζαμε και μιλούσαμε σχεδόν κάθε μέρα, δεν θυμάμαι να μου είπε κάτι άλλο εκτός από τα «δικά μας».

22η Απριλίου – Γυρίζει στο στρατόπεδο του στο Δυρράχιο.

30η Απριλίου – Γράφει το γράμμα.

4η Μαΐου (Παρασκευή) – Ταχυδρομεί το γράμμα.

6η Μαΐου (Κυριακή) – πέφτει νεκρός από τον πυροβολισμό ενός άλλου στρατιώτη της «σειράς» του.

8η Μαΐου – Έγινε ο ενταφιασμός.

9η Μαΐου – Έλαβα το γράμμα.

Ο παππούς επέμενε να λέει πως «Για τις εκλογές στην Ελλάδα τσακώθηκαν».

Το αφήγημα του παππού:

Όταν στο ραδιόφωνο του στρατοπέδου ακούστηκε ότι στην Ελλάδα κέρδισε τις εκλογές ο Μητσοτάκης, ο Γιάννης πανηγύρισε. Ένας στρατιώτης από το Πόγραντετς του επιτέθηκε, ήρθαν στα χέρια. Καθώς η ένταση δεν εκτονώνονταν ούτε τις επόμενες μέρες, τους έδιωξαν με άδεια. Πρώτα το Γιάννη και μετά τον άλλον.

Όταν έφτασε στο χωριό, ο Γιάννης είχε πολλούς λόγους να ήταν χαρούμενος: Για την άδεια, για το Μητσοτάκη και για τις γροθιές που είχε ρίξει στον άλλον. Ήθελε αυτή τη χαρά του, κάπου να την εκφράσει και δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή από τον παππο – Βαγγέλη.

Αγαπημένε μου ξάδερφε!

Πέρασαν 34 χρόνια, άργησα να σου απαντήσω, αλλά δε σε ξέχασα, κανένας μας δε σε ξέχασε. Εμείς μεγαλώσαμε, ενώ εσύ παραμένεις 20 χρονών.

Πριν από λίγες μέρες ταξίδευα με την κόρη μου, γυρίζαμε από την ελεύθερη Ελλάδα που εσύ δεν πρόλαβες να δεις. Σε όλο το δρόμο της μιλούσα για σένα, η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν έπρεπε να της πω για το Λευτέρη που σου έβγαλε το όνομα, αλλά ήρθε και ο γιος του κοντά σου.

Δε σε ξεχάσαμε, καλή αντάμωση!

Λεωνίδας 09.05.2024

Σχετικά άρθρα: