Το ήξερες ότι στην Ήπειρο μιλάμε ακόμη Αρχαία Ελληνικά;
Αγγειό = Αγγείο. Ομηρική λέξη «άγγος». Ιλιάδα Β, 471 και Οδύσσεια 286 α β,
Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. >«ακίς – ίδος».
Αγκούσα (η) = Μεγάλο άγχος (παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι.)
Απιθώνω=αφήνω κάτω. >αποθέτω.
Γούπατο= Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. > δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέρος του ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός του ζώου. > ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. >«κόσσω»=κόβω.
Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο για το ξάσιμο το μαλλιού. Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. > λιμός=πείνα.
Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. > ομολογέω-ώ.
Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα. Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
Παραγκώμι=παρατσούκλι. (παρά και την αρχαία λέξη εγκώμιον).
Πάφλας= τενεκές. >«παφλάζω» =κάνω κρότο.
Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, >υπόδημα.
Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. >πόρος=πέρασμα, άνοιγμα.
Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.
Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
Στέρφο = άγονο (από την ομηρική λέξη «στείρη»)
Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. > «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (=εξομαλύνω).
Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει. > στέργω.
Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την ομηρική λέξη «τάλαρος», Ιλιάδα, 568, Οδύσσεια ι, 247.