Το Μεγάλο παράπονο των Μικρών μας φίλων

Το Μεγάλο παράπονο των Μικρών μας φίλων

Του Αλκιβιάδη Νταλέ

Μια μικρογραφία του δράματος ενός τόπου που σταδιακά σβήνει

Στην ανάμνηση που ακολουθεί είναι ένα σύντομο πισωγύρισμα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν. Συνέβη κάπου στις αρχές το 2000.

Ταξίδεψα αυτή τη φορά μόνος μου για μια επείγουσα υπόθεση στο χωριό. Έφτασα αργά το απόγευμα, και… στους δρόμους του, μέχρι το σπίτι μου, δεν συνάντησα άνθρωπο, μόνο είδα κάποια λιγοστά τζάκια να καπνίζουν. Ο μουντός, συννεφιασμένος καιρός, συμβάδιζε με την καταθλιπτική εικόνα της εγκατάλειψης που ήταν έκδηλη παντού. Το σπίτι μου άδειο και αυτό. Η ηλικιωμένη μητέρα μου, παρά την θέληση της, είχε κατέβει και αυτή για 2-3 μήνες του χειμώνα στην Αθήνα.

Εκεί που προσπαθούσα ν’ ανοίξω την εξώπορτα του σπιτιού μου, αισθάνθηκα στα πόδια μου κάτι να με χαϊδεύει. Ήταν ο σκύλος ενός συγχωριανού, ο οποίος σαν έφυγε οικογενειακώς απ’ το χωριό, τον άφησε στην αδερφή του, την γειτόνισσα μου, να τον προσέξει. Για κακή τύχη του, πριν από μερικές μέρες έφυγε και αυτή κι άφησε τον φύλακα του σπιτιού μόνο και έρημο. Κάθισα στο πρέκι της πόρτας και άρχισα να το χαϊδεύω κι εγώ. Να του ανταποδίδω την αγάπη. Άνοιξα την τσάντα μου, έβγαλα ένα κούρασαν και εκεί που ετοιμάστηκα να του το προσφέρω, ξαφνικά στον τοίχο απέναντι εμφανίστηκε μια γατούλα. Με το νιαούρισμά της ήταν σαν να μου έλεγε «Είμαι και εγώ εδώ». Έκοψα το κούρασαν στη μέση για να ικανοποιήσω και τους δύο συμπαθέστατος φίλους που με υποδεχόταν με θλίψη στην ερημωμένη γειτονιά. Ούτε που την άγγιξαν την λιχουδιά που τους πρόσφερα, κι ήταν σαν να μου έλεγαν με την πράξη τους: «Τα αφεντικά μας θέλουμε». Θα ήταν άραγε σε θέση το μικρό μυαλουδάκι τους να κατανοήσει και να δικαιολογήσει την φυγή των ανθρώπων;!

Δεν ξέρω για πόση ώρα έμεινα ακουμπισμένος στην εξώπορτα του σπιτιού, βυθισμένος στις σκέψεις μου, μέχρι που το τσουχτερό κρύο της χειμωνιάτικης βραδιάς που ήδη είχε κάνει την παρουσία της, με ταρακούνησε ολόκληρο.

Η σκηνή που εκτυλίσσονταν μπροστά μου, ήταν μια μικρογραφία του δράματος ενός τόπου που σιγά – σιγά σβήνει.

Σχετικά άρθρα: