Το ρακοκάζανο που εκτροχίασε την ταξική πάλη
Γράφει ο Αλκιβιάδης Νταλές
(Περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα)
Το γεγονός της πιο κάτω εξιστόρησης έλαβε χώρο την εποχή του προ 1990 εποχής. Ήταν τέλη φθινοπώρου και αρχές χειμώνα. Ως γνωστό ο αγροτικός συνεταιρισμός στο χωριό μας, δίπλα στις αποθήκες του είχε στήσει σε μία παράγκα εργαστήριο απόσταξης τσίπουρου. Την ημέρα λειτουργούσε για τις ανάγκες του Συνεταιρισμού και τα απογεύματα και τα βράδια εξυπηρετούσε της ανάγκες των ιδιωτών για την απόσταξη της λιγοστής σοδειάς τους. Κάπως έτσι ήρθε και η σειρά του μπαρμπα – Μήτση (Δημήτρη) Κοντολώλη.
Συνηθίζονταν περαστικοί να γεύονταν ένα ποτηράκι και να εύχονταν στην υγεία του νοικοκύρη. Με το που έστησε ο μπαρμπα – Μήτσης τα καζάνια και ξεκίνησε να ρέει το πρωτοράκι, άρχισαν να εμφανίζονται ένας – ένας και οι «εκλεκτοί» επισκέπτες, καθόλου ακαταφρόνητα ποτήρια. Κάποια διοικητικά στελέχη του Συνεταιρισμού, του Κόμματος, της Εξουσίας, κάποιος δάσκαλος. Όλοι τους από την αφρόκρεμα της «καλής» κοινωνίας του χωριού.
Πριν αναφέρουμε το γεγονός, ας ρίξουμε πρώτα μια γρήγορη ματιά στο ποιος ήταν ο μπαρμπα – Μήτσης:
Ένας πανέξυπνος άντρας, ικανότατος νοικοκύρης, με πρακτική σκέψη και ανεμοδαρμένος από τα καμώματα της ζωής. Παλιότερα είχε διατελέσει και Δημογέροντας του χωριού. «Διπλοπτυχιούχος» από τις δύο πολυετή θητείες στις φυλακές του κομμουνιστικού συστήματος. Στιγματισμένος με την ρετσινιά του θιγμένου – ανεπιθύμητου, άνηκε στην κατηγορία των αποκλεισμένων από την πολιτικοκοινωνική ζωή του χωριού. Οι συναναστροφές με τους «καθαρούς» ήταν απαγορευμένες και έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της άσκησης της ταξικής πάλης και τους ηθικό – πολιτικούς κανόνες της εποχής.
Να γιατί, υπό την συγκεκριμένη μάτια, οι «καθαροί» μουσαφιραίοι του μπαρμπα – Μήτση μας παραξένεψαν λιγάκι. Αλλά δεν βαριέσαι, μπροστά στην έλξη του «ζουρλόνερου» που άρχισε να ρέει από τον λουλά του καζανιού, όλα τα άλλα ήταν ψηλά γράμματα. Άλλωστε τα πρώτα ντολιά ήταν εις υγείαν του Κόμματος και του συντρόφου Ενβέρ. Το ένα ποτήρι ακολουθούσε το άλλο. Εις υγείαν του ενός, εις υγείαν του άλλου, εις υγείαν του Πέτρου, του Παύλου, του Τσιάβου, εις υγείαν του καζανιού και πάει λέγοντας…
Με αυτά και τα άλλα… τελείωσε το πρώτο καζάνι. Στήθηκε το δεύτερο και ξανά άρχισε να ρέει το ευλογημένο. Να και τα κολακευτικά σχόλια. «Τι ωραίο ρακί που βγάζεις βρε μπάρμπα! Αχ να το συνοδεύαμε και με κάνα μεζεδάκι…!»
Στέλνει και ο μπαρμπα – Μήτσης το γιό του να φέρει ότι είχαν τέλος πάντων.
…Ότι έπεφτε από το λουλά, κατευθείαν στα ποτήρια και στο λαρύγγι. Το κέφι ανέβαινε και ζητούσε το τραγούδι.
Πήραν και τη «Νταλιάνο». Να και το:
«Δώστου μια να πάει κάτω
για να δει η κορφή τον πάτο»,
«Το πίνει ο… Γιάννης το ντολί,
το πίνει το πίνει
και στάλα δεν αφήνει».
«Έτσι είναι η ζωή παππούλη»,
(το: «άλλοι αφέντες κι άλλοι δούλοι» δεν χωρούσε. Εκεί ήμασταν όλοι προλετάριοι).
Μέχρι και εις την υγεία των πεθαμένων ήπιαν.
Αφού τελείωσε και το δεύτερο καζάνι και μάζεψε ο μπαρμπα – Μήτσης τα μπράτσκαλά του, την άδεια νταμιτζάνα, ήρθε η ώρα να χωριστούν.
Όπως είπαμε παραπάνω, ο πανέξυπνος μπαρμπα – Μήτσης έπιανε πουλιά στον αέρα. Καταλάβαινε και κατανοούσε τα τερτίπια των καιρών, αλλά αφελείς δεν ήταν. Τους χρωστούσε λοιπόν δύο κουβέντες:
«Σας ευχαριστώ παιδιά μου, που με τιμήσατε! Να πιάσουν τόπο οι ευχές, οι «υγείες» που ήπιατε. Δεν πειράζει, που δεν σηκώσατε και μία εις υγείαν του νοικοκύρη. Εντάξει, πάλι του χρόνου εδώ θα ήμαστε.»
Το πολυπόθητο «του χρόνου» άργησε, αλλά μια μέρα ήρθε. Ο αξιοσέβαστος μπαρμπα – Μήτσης πρόλαβε, έζησε πλήρης ημερών μέχρι τα βαθιά γεράματα στην αγκαλιά και την περίθαλπη της αξιολάτρευτης και τιμημένης οικογένειάς του.