“Του Χριστού τα σπάργανα …”

** Του Αλ. Χ. Μαμμόπουλου
Όταν τα έθιμα ήταν υπόθεση του σπιτιού – “εστίας” ….
— “Και πού ‘ν’ ο Χριστός, μωρ μάννα;
Ρώτησα μέ αγωνία την παραμονή των Χριστουγέννων τη μητέρα μου. Δεν άντεχα πλιό από τα βάσανα της Σαρακοστής.
– Μη φάς τούτο, μη φάς κείνο. Καί το φάντασμα της Σαρακοστής με τριγύριζε όλη μέρα καί δεν έκανε άλλη δουλειά παρά να επιτηρή εμένα καί τα “αρτυμένα’ να μή της τα φάω.
– Έρχεται βλαστάρι μου, καβάλλα στο γαϊδούρι μέ τη Μάννα Του από τον Άϊ Θανάση! Μόνε κοιμήσου τώρα, γιατί ταχειά θα ξυπνήσεις να πάς στήν εκκλησία ……..
…. είχε βραδυάσει την παραμονή των Χριστουγέννων του 192… Χοντρά κούτσουρα έκαιγαν στο μπουχαρί (τζάκι) της μεγάλης σάλας μας, …… Πυκνό χιόνι εσκέπαζε τα πάντα, τις τριγύρω στέγες των σπιτιών, τον οβωρό (λίθινο αυλόγυρο) της αυλής μας, πού ‘ταν φορτωμένος ξύλα κι όλα είχαν ασπρίσει.
Οι φλόγινες γλώσσες έγλυφαν το μεγάλο κούτσουρο από μ ε ρ ό δ ρ υ ο, τη μ ά ν ν α της φωτιάς , που καίει μέρα νύχτα το χειμώνα και δεν σβήνει ποτέ και το μουρμούρισμά του, όπως είναι νοτισμένο από την υγρασία της αυλής, μοιάζει με τις ακατάληπτες διοσημίες της Δωδωναίας φηγού. Η ανταύγεια της πυράς εφώτιζε τα χαρούμενα πρόσωπα ……….
Η γιαγιά μου τυλίχτηκε μ’ ένα χοντρό μαύρο σάλι, έπιασε δυό δοχεία κι άνοιξε την εξώθυρα να κατέβη από την ξύλινη σκάλα στο κελλάρι …… Η γιαγιά και πίσω η μάνα μου, που της κρατούσε το λιχνάρι του πετρελαίου, το φ ω τ ί, μπήκαν στο κ α τ ώ ι και μίλησαν σαν να καλησπέρισαν τ’ άλογο που δειπνούσε στο παχνί και εκείνο απήντησε μ’ ένα χρεμετισμό γυρίζοντας προς εκείνες το κεφάλι του.
Οι δυό γυναίκες έφεραν από το κελλάρι τυρί από την μπούνταινα και μέλι από το πυθάρι και την πλάκα για τις λ α λ α γ γ ί τ ε ς.
Καί εκάθησε η γιαγιά στο παραγώνι να τελετουργήση το έθιμο, όπως όλες οι πρόγονές της Εστιάδες, αυτές που έσυρε ο χρόνος μαζί του. Με τη μ α σ ι ά σφυρηλατιμένη στα γύφτικα του Αργυροκάστρου ε σ υ μ π ο ύ σ ε (συνδαύλιζε) τη φωτιά κι έρριχνε κλαριά κοντά στο κούτσουρο. Έβαλε έπειτα την π υ ρ ο σ τ ι ά, μικρογραφία από τον χρησμοδιτικό τρίποδα κι απάνω της τη μαύρη πλάκα, που την καθάρισε, καθώς ζεστάθηκε, με άσπρη στάχτη.
Η φωτιά πού δυνάμωνε φώτιζε το ταβάνι κι έκανε να χρυσίζουν οι αρμαθιές από το καλαμπόκι, τα κρεμμύδια και τα κυδώνια, που ήταν κρεμασμένα στα π ά τ ε ρ α.
Κι ενώ παίρνοντας με ξύλινο χουλιάρι από τη χύτρα το σιταρένιο χυλό τον άπλωνε με το κ α λ α μ ί δ ι επάνω στην πλάκα, η θεία η Αμαλία εκοπάνιζε καρύδια κι ετοίμαζε νερόμελο για τις λ α λ α γ γ ί τ ε ς, του Χριστού τα σπάργανα, το νηστίσιμο φαϊ της παραμονής των Χριστουγέννων.
Βελάσματα από πρόβατα ακούστηκαν στην ήσυχη νύχτα. Είχαν από μέρες αρχίσει να γεννούν. Η μάνα μου κατέβηκε στην αυλή να ρίξη μιά ματιά. Ήταν καιρός γιατί στο υπόστεγο της αυλής ξαπλωμένη η λ ά γ ι α (μαύρη προβατίνα) επίτοκος είχε παραδοθή στις οδίνες του τοκετού. Στις φωνές της μάννας μου ετρέξαμε καί μείς γιά τις πρώτες βοήθειες φέρνοντας δέμα με άχυρα γιά να μη ξεπαγιάση το αρνί. Κι όταν εκείνο έβγαινε στη ζωή έβγαλα θριαμβευτική φωνή:
– Γέννησε η λάγια μου – ου – ου ! είναι δικό μου – ου – ου!
Αλλά ενώ καταγινόμαστε με την περιποίησή του νέες συσπάσεις της λεχώνας ανήγγειλαν συνέχεια της παραγωγής κι ύστερα κάτω από το φώς του φεγγαριού φάνηκε και δεύτερο καί τρίτο αρνί.
Ήταν ανέκφραστη η χαρά μας για το γούρι του νέου χρόνου και την ερχόμενη ευτυχία.
Μεταφέραμε τα νεογέννητα επάνω στο δώμα, τα αποθέσαμε κοντά στην παραστιά και εκεί άναψε το βλέμμα τους.
Η γιαγιά μου συνέχιζε τη δουλειά της. Μόλις ρ ό δ ι ζ α ν οι λαλαγγίτες τις απίθωσε σε καθαρό κανίστρι να ξ ε ϊ δ ρ ώ σ ο υ ν κι από εκεί στο ταψί για να ζεματιστούν με νερόμελο. Εφημίζονταν από τα όμορφα νιάτα της πώς ήταν η αξιώτερη μέσα στο χωριό, και σ’ άλλα χωριά, ν’ απλώνη τα ψιλότερα φύλλα γιά τις πίτες και τις δίπλες. Είχε συναίσθηση της ικανότητός της κι εκαμάρωνε καί καυχιόταν και εδικαίωνε τον Αθηναίο, που είπε ότι “αλαζονικόν εστί πάν το των μαγείρων φύλον”.
Έτσι οι ξεροτηγανίτες, η ο π τ ή μ ά ζ α, που είχε ορίσει ο Σόλων στο διαιτολόγιο του Πρυτανείου ή ο ά μ η ς του Αριστοφάνη καρυκευμένες με καρύδια καί νερόμελο ήταν το φαϊ μας και το φαϊ των δωρικών οικογενειών της Ηπείρου την παραμονή των Χριστουγέννων. Ύστερα απ’ αυτό η μάνα μου μ’ έστειλε γιά ύπνο λέγοντάς μου, ότι όπου νάναι έρχεται ο Χριστός από τον Άϊ Θανάση καβάλλα στο γαϊδούρι του ……”
* Αλέξανδρου Χ. Μαμμόπουλου “ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ” ( Τού τόπου μου και του καιρού μου – Αθήναι 1968) – αποσπάσματα.
Από τον τοίχο του Φίλιππου Γιωβάννη