Τρία βιογραφικά σημειώματα που σχετίζονται με το «Χρονικό της Δρόπολης»
Του Φίλιππου ΓΙΩΒΑΝΝΗ
Το 2013 κυκλοφόρησε στα αλβανικά το «Χρονικό της Δρυόπιδος», σε μετάφραση του καθηγητή Τάκη Μάντη.
Για την μετάφραση χρειάστηκε πρώτα να αποδοθεί το κείμενο στην καθομιλουμένη ελληνική από την «λόγια» που είναι γραμμένο το αρχικό. Για την απόδοση, ζητήθηκε από τον μεταφραστή η βοήθεια του Φίλιππα Γιωβάννη, καθώς και κάποιο σχόλιο…
Το σχόλιο έγινε με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα …
Είναι το κείμενο που ακολουθεί:
α’) Η Δρόπολή μου
Γεννημένος στα Γιάννενα στα μεταπολεμικά χρόνια από Δροπολίτες γονείς «παιδί στους Γεωργουτσάτες, ανιψιός στην Δούβιανη», γνώρισα την Δρόπολη από την αρχή της ζωής μου. Την γνώρισα από το νανούρισμα της μάνας μου, την λάγαρη μελωδική λαλιά των συγγενών και φίλων, τα μακρόσυρτα τραγούδια, που ακούγονταν στις γιορτές και τα καλοκαιρινά βράδια στις πόρτες των παραπηγμάτων και των βομβαρδισμών από τον πόλεμο αρχοντικών της γειτονιάς μου, όπου στεγάζονταν εκατοντάδες συμπατριώτες μας, θιγμένοι στην πατρίδα-πολιτικοί πρόσφυγες στην Ελλάδα, όπως και οι γονείς μου…
«Στης Δερόπολης τον κάμπο μώρε μπιρμπιλιό…οοο» και μέσα από το οοο… ξετυλίγονταν ο κάμπος, το ποτάμι, τα χωριά, οι άνθρωποί τους, οι θρύλοι και οι ιστορίες του τόπου μου, που φάνταζε μακρινός και μυθικός. Παρασκευή του Πάσχα – της Ζωοδόχου Πηγής, πάντα συνεπής στο προσκύνημά μας στο Αργυροχώρι. Αγναντεύαμε τα χωριά μας από τα «σκέμπια» της Χρυσόδολης.
«Να! Σ’ αντικρίζω ω Δρόπολη με τα ζευγαρωτά λευκά χωριά σου… στη λύπη χαμογελαστή … γαλάζια Δρόπολη γλυκιά, βουβή στη στεναχώρια…», όπως συλλογίζονταν παραπέρα ο Δροπολίτης λογοτέχνης Γιάννης Λίλλης…
Το σκηνικό της γνωριμίας μου, συμπλήρωναν οι Δροπολίτισσες λεβεντονιές και οι περήφανες γριές που επέμεναν να φοράνε το άσπρο δροπολίτικο «πόσι» και να ξεχωρίζουν στους δρόμους των Γιαννίνων ανάμεσα στα ντόπια μαύρα μαντιλόδεσμα. Η Πάτρα από την Δερβιτσάνη, η κακο-Μιχάλενα από την Κακαβιά, οι «μπάμπες» του Νόνη και του Νάστου από τα Σωφράτικα… «Έφυγαν οι μεγάλοι με τον καημό της Πατρίδας, οι νέοι ξενιτεύτηκαν στην Αμερική…. Εκεί τους ξαναντάμωσα για μια δεκαετία στα 1975-’85, και ήταν οι ίδιοι, μέσα σ’ όλα τα καλά, με τον καημό της πατρίδας, με το τραγούδι…
Ο κύκλος της γνωριμίας μου με τον τόπο και τους ανθρώπους του έκλεισε με το μεγάλο άνοιγμα του συνόρου το 1990.
β’) Το χρονικό
Είχα καλούς γονείς με αγάπη για την πατρίδα-χωρίς ακρότητες-με ενδιαφέροντα για την μόρφωση και τον πολιτισμό. Έτσι, είχα την καλή τύχη, από πολύ νωρίς στη ζωή μου, να έχω πρόσβαση στην Ηπειρωτική βιβλιογραφία μέσα και έξω από το σπίτι. Το χρονικό του Αργυροκάστρου ή της Δρυόπιδος ή της Δρυϊνουπόλεως και όπως αλλιώς έχει επιγραφηθεί, με εντυπωσίαζε και με συγκινούσε πάντοτε. Οι λόγιοι της Τουρκοκρατίας, με πατριδολατρικά αισθήματα και ρομαντισμό, έπλεκαν την ιστορία του τόπου με τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία που διέθεταν στην εποχή τους.
Οι θρύλοι, οι διηγήσεις των παλιότερων, οι τοποθεσίες που ζούσαν καθημερινά, ζωντάνευαν μέσα από τα γραπτά των Λογίων. Έσκυβε το κεφάλι ο ζευγάς του κάμπου και με το φάρμακο αυτό κράτησε γλώσσα, θρησκεία, παράδοση, πολιτισμό… Ο Μαυρίκιος, η Χωμύλη, ο Ζωίλος, η Ζάμβρη, πρόσωπα ανύπαρκτα στην ιστορία, δικαιολογούσαν τοπωνυμία, χωριό… Τα αιώνια περάσματα της Πίνδου, των βουνών μας, των ποταμών … οι δρυς και τα βελανίδια…, φιλίες και έχθρες, που γεννούσαν κάστρα, πολέμους, καταστροφές και στην ανάπαυλα πολιτισμό, πρόοδο, συμπεθεριές … και η ιστορία γίνονταν «πολιτισμικό γεγονός» και όχι ξενόφερτο «βιολογικό σχήμα», όπως πολλοί τον θέλουν στις μέρες μας. Όσο τα ιστορικά γεγονότα του χρονικού γίνονται πιο κοντινά χρονολογικά, τόσο αυξάνει και η πληροφόρηση του λόγιου συγγραφέα του, μέσα από τις σημειώσεις στα παράφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων, τα «βρέβια» και τους κώδικες των μοναστηριών…. Τιμόξυλα, Αγιονέρια, όσιες μορφές… Αυτοκράτορες, Χρυσόβουλα, Δεσπότες… ζευγάρια, ελιές, μύλοι… όλα αυτά που συνέθεσαν την ιστορία των Επισκοπών και των Μοναστηριών μας…την ιστορία των χωριών μας, που για πάνω από 10 αιώνες ήταν δεμένη με το μοναστήρι, τα χωράφια του, τα σχολεία του, την φιλανθρωπία του, τον πολιτισμό που παρήγαγε… Το «Χρονικό» στην εποχή του, ήταν κομμάτι των ειρηνικών κατακτήσεων του υπόδουλου Γένους, καημός και καμάρι του … Εμπνευστής του η «Ηπειρωτική Ευποιϊα», η οποία αναπλήρωνε την ανύπαρκτη κρατική μέριμνα του ξένου δυνάστη, τόνωσε τις κοινότητες, συγκράτησε τις αδελφότητες και με εθνικό κέντρο την Μητρόπολη και το Πατριαρχείο έκτισε σχολεία… Το «Χρονικό» στις μέρες μας, είναι ένα πανηγυρικό εγκώμιο στην πατρίδα μας (παλιά τιτλοφορούνταν έπαινοι – λατινικά lander), που, χωρίς να ωραιοποιεί το παρελθόν, είναι ικανό να εμπνέει…
γ’) Η μετάφραση
Με τον Τάκη Μάντη δεν με συνδέει μόνο συγγένεια αίματος, αλλά και μια φιλία, που κρατάει από το 1970, όταν φοιτητές, αυτός στα Τίρανα και εγώ στην Ιταλία, αλληλογραφούσαμε και ανταλλάσσαμε τους νεανικούς μας προβληματισμούς, όσο αυτό ήταν δυνατόν με την λογοκρινόμενη αλληλογραφία εκείνης της εποχής. Όταν άνοιξαν τα σύνορα (1991) και γνωριστήκαμε από κοντά, περάσαμε ώρες πολλές κουβεντιάζοντας παλιά και νέα δικά μας και ενδιαφέροντά μας…. Το «Χρονικό», του οποίου είναι φωτοτυπημένο αντίγραφο από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη των Τιράνων, είχε στην διάθεσή του ο Τάκης, παρεμβάλλονταν πάντοτε στις συζητήσεις μας. Δεν ήταν μόνο οι αλήθειες και οι μύθοι του, που συζητούσαμε, αλλά και η γλώσσα του, η οποία ήταν δυσπρόσιτη στον Τάκη, λόγω της Αλβανικής σχολικής παιδείας που είχε και πιο προσιτά σε μένα που πήγα στο παλιό Ελληνικό σχολείο με τα αρχαία, τα νέα, το συντακτικό, την γραμματική, την ιστορία, τα θρησκευτικά… και προπάντων με τους παλιούς ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ μας. Από χρόνια είχε στην γνώμη του ότι πρέπει να μεταφραστεί. Να γίνει προσιτό σε γνωστούς και φίλους κι αυτούς που ενδιαφέρονται για τα ιστορικά στην πατρίδα και έχουν το ίδιο γλωσσικό πρόβλημα με τον ίδιο. Πιστεύω «το κεντρί», για να το μεταφράσει, ήταν η έκδοση του Χρονικού (με πολλά σχόλια) από τον μακαρίτη Δερβιτσώτη, Φίλιππα Λίτσιο (2008-2010). Μου ζήτησε να το μεταφέρω στην καθομιλούμενη γλώσσα και δέχτηκα να τον βοηθήσω. Τέλος, με έπεισε να συμπεριληφθεί στην έκδοση μαζί με το αλβανικό κείμενο, και αυτό το αυτοβιογραφικό κείμενό μου για να είναι προσιτό και στους άλλους, τους πατριώτες μας στα χωριά μας. Δέχτηκα, αλλά οφείλω να πω ότι ούτε της επιστήμης είμαι ούτε λογοτέχνης. Κάνω αυτή την εξήγηση, γιατί το βιβλίο θα πέσει και σε χέρια των ειδικών και πρέπει να γνωρίζουν ότι είμαι ξένος προς την «τέχνη» τους και να μου συγχωρήσουν λάθη ή παραφράσεις. Τελειώνοντας να πω ότι και στο παρελθόν πολλές φορές, κείμενα χρονικών, αλλά και το Χρονικό της Δρόπολης, είχε μεταφερθεί στην καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής από γραμματισμένους. Στα κατάλοιπα του Λόγιου Παν. Αραβαντινού, που σχολιάζει ο «πολύς» Λέανδρος Βρανούσης στην «Επετηρίδα του Μεσαιωνικού Αρχείου» του 1965, διάβασα έναν έμμετρο πρόλογο στο Χρονικό, αποτελούμενο από 15 στίχους και με αυτούς κλείνω τις τρεις αυτές αυτοβιογραφικές παραγράφους σε σχέση με το χρονικό τας «Δρυϊνουπόλεως».
Τοῖς άναγινῶσκουσιν:
Ώ άναγνώστα φίλτατε, εἰς τοῦτο τό χαρτάκι
Εἷν’ ιστορία ὢμορφή γραμμένη με χεράκι
• λέγω τῆς Δρυνουπόλεως θαῦμα καί φανερώνει
τό πότε κατοικήθηκε καί πόσοι εἷναι χρόνοι.
Λοιπόν αυτῆν άνάγνωσον μέ προσοχή μεγάλη
νά εὐρανθῆς τοῦ λόγου σου, να καταλάβουν κι ἂλλοι.
Νά ίδῆς πόσ’ ακολούθησαν εἰς αὐτουνούς τούς τόπους
καί τί ἀνάγκη έφτασε τους δυστιχεῖς ανθρώπους
• τί γένη τήν ἐπάτησαν καί εἰς αυτήν ἐμπῆκαν
καί ποῖα την ἐχάλασαν καί πάλιν τήν ἀφῆκαν
ἒως ὀπού τήν ὢρισαν οι Τούρκοι εἰς τό ἒτος,
τό πόσοι χρόνοι ἢσανε καί τρίχουσιν ἐφέτος,
ἀπό συγκαταβάσεως Χριστοῦ χρόνους χιλίους
καί δύω καί πεντήκοντα ἐπί τριακοσίους.