Βορειοηπειρώτες πολιτικοί φυγάδες στην Ελλάδα (1945-1990) Μέρος 1ο

Συνοπτική στατιστική έρευνα

Μέρος 1ο

Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ

Διδάκτωρ Ιστορίας

Εισαγωγική αναφορά

Το θέμα των Βορειοηπειρωτών πολιτικών φυγάδων συνιστά έως σήμερα απαγορευμένη επαφή και άθικτο ταμπού· δεν έτυχε αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής μελέτης, αλλά ούτε και συζήτηση της δημόσιας ιστορίας, εξαιρουμένων κάποιων απλουστευμένων αναφορών με εμφανώς έωλη και βασανιστικά στείρα ανάλυση για διάφορους λόγους. Δύο, όμως, είναι οι βασικότεροι: η έλλειψη στιβαρού αρχειακού υλικού και τεκμηριωτικής βάσης και το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει υποθέσεις των κατά δήλωση «φυγάδων», οι οποίοι διέρρευσαν στην Ελλάδα με άλλες αποστολές, εξαναγκασμένοι, εκβιασμένοι, εξαπατημένοι ή ενσυνείδητα διαρρεύσαντες με προσφυγικό κάλυμμα, κάτω από το κράτος των διώξεων, της καταστολής, του τρόμου, του φόβου, της ντροπής, της αδήριτης ανάγκης για βιολογική ή πνευματική επιβίωση κ.ά. Η απόφαση της φυγής από την οικογένεια και της εγκατάλειψης της γενέθλιας γης για όλους αυτούς δεν ήταν εύκολη, δεδομένου του Γολγοθά των επιπτώσεων των εναπομεινάντων οικείων ή και του τρόμου της μετά-παρακολούθησης από τον τρομοκρατικό μηχανισμό της αλβανικής ασφάλειας, ο οποίος είχε απλώσει πλοκάμια παντού.

Κατά το διάστημα της μελετώμενης περιόδου, οι δύο χώρες, Ελλάδα και Αλβανία, βρέθηκαν αρκετές φορές στo όριο του πολεμικού συναγερμού, (1946, 1949) και τελούσαν σε διαρκή ψυχροπολεμική ψύχωση. Κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί για τις πραγματικές προθέσεις όλων αυτών των ορδών (Αλβανών, Ελλήνων, Βορειοηπειρωτών, Ελλήνων προσφύγων που βρέθηκαν στην Αλβανία μετά το 1949 ή εξακολουθούσαν να διαρρέουν εκεί και μετά τον Εμφύλιο) και διαπερνούσαν τα σύνορα. Η πλειοψηφία τους, όμως, ήταν θύματα των πολιτικών διώξεων και της εθνικιστικής μανίας του αλβανικού καθεστώτος, το οποίο, αν και κοπτόταν να μιλάει για συγκράτηση των δραπετεύσεων, στο σκοτεινό παρασκήνιο έκανε ό,τι μπορούσε για την ύπουλη πληθυσμιακή αφαίμαξη της περιοχής υπό το προπέτασμα του ελληνικού σοβινιστικού και μοναρχοφασιστικού σχεδίου, το οποίο εκμαύλιζε τους Βορειοηπειρώτες να δραπετεύουν ως εν δυνάμει μαχητές του.

Η Ελλάδα, από την άλλη, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Πάγια πολιτική της ήταν να συγκρατήσει την έφεση και την ορμή της φυγής και να αποτρέψει τις προσφυγικές ροές, αλλά τα περιθώρια αντίδρασής της ήταν περιορισμένα. Τη στιγμή της έλευσης των φυγάδων σε ελληνικό έδαφος έπρεπε να τους περιθάλψει και να τους αποκαταστήσει· συνιστούσε εθνική και αδελφική οφειλή.

Η παρούσα πραγματεία δεν είναι εξαντλητική, παρά εάν σχέδιο μελλοντικής μελέτης, βασιζόμενη σε αξιόπιστες αρχειακές συλλογές που θα βοηθήσει και αυτή στην ανάταση της ιστορικής μνήμης, του συλλογικού αναστοχασμού του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού και που αφορά μια περίοδο δύσκολη, περίπλοκη και παρεξηγημένη. Συνιστά μια ακόμα σεμνή προσπάθεια για την υπέρβαση των υβριδικών ιστοριογραφικών συμφύσεων του παρελθόντος κατά της διαστροφής της μνήμης και της ιστορικής αλήθειας.

Στατιστικά στοιχεία

Η στατιστική καταγραφή των Βορειοηπειρωτών πολιτικών φυγάδων στην Ελλάδα (1945-1990) καταδεικνύει ανεξήγητη ανακολουθία και αγεφύρωτη απόκλιση. Διάφορες πηγές (βορειοηπειρωτικά σωματεία) υπερτιμούν τα αριθμητικά μεγέθη, ενώ, απεναντίας, άλλες (αλβανικές) τα υποτιμούν, πολλές φορές με «έρευνες» σύννομες με την έκφρονη κομουνιστική προπαγάνδα. Τα αριθμητικά τους στοιχεία είναι αληθοφανή αλλά, κατά βάση, αναληθή και παραπειστικά. Στο μελέτημά μας «Κυνηγώντας χίμαιρες: Αλβανοί φυγάδες στην Ελλάδα 1945-1990» αγγίξαμε ακροθιγώς τους Βορειοηπειρώτες φυγάδες (δεν ήταν αποκλειστικό αντικείμενο της ακαδημαϊκής προσοχής) και παραθέσαμε ελάχιστα στοιχεία (κυρίως των επίσημων αλβανικών πηγών) και των βορειοηπειρωτικών πατριωτικών συλλόγων, αλλά χωρίς πρόσθετες τεκμηριωτικές λεπτομέρειες και υλικό. Η στατιστική αναντιστοιχία και η αντινομία δεδομένων οφείλεται, κυρίως, στη διαφορετική αντίληψη του όρου «Βόρειος Ήπειρος» και των παράγωγών του ή/και σε διάφορες πολιτικές ιδιοτέλειες και σκοπιμότητες, ήγουν στους γνωστούς «στατιστικούς εντυπωσιασμούς», όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορική επιστήμη. Σύμφωνα με την αντίληψη των βορειοηπειρωτικών σωματείων στους Βορειοηπειρώτες συγκαταλέγονταν όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι που ζούσαν στις παραδοσιακές περιοχές με ελληνορθόδοξο στοιχείο (ελληνόφωνο ή μη) ο αριθμός των οποίων, βάσει των καταστατικών του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, ανερχόταν σε περί των 400.000 ψυχών, οι οποίοι εκδήλωναν ακραιφνή εθνική (ελληνική) συγκρότηση και συνειδησιακή ελληνική ανάπτυξη. Απεναντίας, η αλβανική παραδοσιακή βιβλιογραφία (επιστημονική και πολιτική) θεωρούσε διαχρονικά τον όρο «Βόρειος Ήπειρος» έννοια αλυτρωτική και δεχόταν ότι ο αριθμός των «ελλήνων μειονοτικών» ανερχόταν σε περί των 35.000 (επίσημη δήλωση ενώπιων των διεθνών οργανισμών του 1946), οι οποίοι ζούσαν στις αναγνωρισμένες διεθνώς μειονοτικές περιοχές των 99-101 ελληνόφωνων χωριών του Αργυρόκαστρου και των Αγίων Σαράντα, εξαιρώντας περιοχές όπως τη Χιμάρα, χωριά της Πρεμετής και πληθυσμιακές ομάδες των περιοχών του Λεσκοβικίου, Κολιώνιας και Κορυτσάς, οι οποίοι δήλωναν ενώπιον των ελληνικών αρχών ως Βορειοηπειρώτες. Περαιτέρω, στην Ελλάδα η αριστερή αντίληψη δεν αναγνώρισε τον όρο «Βόρειος Ήπειρος», μάλιστα οι ακραίες εκφάνσεις της ούτε τον όρο «Έλληνας μειονοτικός», χαρακτηρίζοντας όλους αυτούς συλλήβδην «Αλβανούς πολίτες», οι οποίοι δεν έπρεπε να συγκαταλέγονται σε κάποιο ειδικό (ενδεχομένως προνομιούχο) σύνολο. Τέλος, το επίσημο ελληνικό κράτος μάλλον υιοθετούσε τα αριθμητά μεγέθη που παρείχαν οι γιουγκοσλαβικές πηγές, τα οποία επικαλείτο η εφημερίδα «Τα Νέα» (1961)· σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά ο αριθμός των «Ελλήνων» (χρησιμοποιούμενος όρος) στην Αλβανία ανερχόταν σε 200.313 ψυχές (!), αριθμός εμφανώς αυθαίρετος και, οπωσδήποτε, αναπόδεικτος.

Θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε αδρομερώς, με όση επιστημονική ακρίβεια μπορούμε, το μέγεθος της πολιτικής προσφυγιάς του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εμβολής στα πλαίσια ενός εμβριθέστερου μελλοντικού μελετήματός μας, το οποίο θα φωτίσει όλες τις πλευρές του πολυσχιδούς αντικειμένου. Η μαζική φυγή των Βορειοηπειρωτών φυγάδων –όπως συνολικά όλων των Αλβανών– άρχισε περί τα τέλη του 1943, μετά την ακύρωση της Συμφωνίας της Κονίσπολης του Αυγούστου του 1943 (στην ουσία ήταν μια κοινή «Δήλωσις»), συνομολογούμενης μεταξύ των δύο ΕΑΜ, αλβανικού και ελληνικού και της διάλυσης των άτακτων ανταρτικών ομάδων του οπλαρχηγού Χρήστου Πύλιου και του Γεωργίου Ζώτου από τα αλβανικά τακτικά τμήματα των παρτιζάνων και της αέναης ανηλεούς δίωξης της εθνικόφρονας πτέρυγας των Βορειοηπειρωτών διανοούμενων ευρείας κοινωνικής αποδοχής, και συνέχισε με αμείωτο ρυθμό έως το καλοκαίρι του 1946. Στη συνέχεια οι προσφυγικές ροές καταγράφονται μειωμένες, αλλά συνεχείς. Η μεγαλύτερη κοινοτική ομάδα Βορειοηπειρωτών διαφευγόντων υπήρξε αυτή των ελληνοδιδασκάλων (περίπου 120 φυγάδες), ενώ βραδύτερα διογκώθηκε ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών γυναικών, συζύγων προπολεμικών οικονομικών μεταναστών, οι οποίες, κατά βάση, επιζητούσαν –για τα σημερινά δεδομένα– το πιο απλό διοικητικό προνόμιο: την οικογενειακή επανένωση. Κι όμως όλοι αυτοί κατηγορήθηκαν για έσχατη προδοσία, για διενεργούμενη κατασκοπεία ή προδοσία κατά της πατρίδας και για αντικαθεστωτική προπαγάνδα, κατά την έννοια των άρθρων 64, 65, 69 και 73 του Νόμου 1470/23-5-1952, τροποποιημένο με το Νόμο 2804/04-12-1958 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις άγριων και μυστηριωδών δολοφονιών γυναικών στη μεθόριο με υπόνοιες για κακοποιήσεις και ωμότητες εις βάρος τους και των ανήλικων τέκνων τους από Αλβανούς συνοριοφύλακες, καταδρομείς, κατασκόπους ή από τους ίδιους τους άνδρες της αλβανικής ασφάλειας.

Ανθρωπογεωγραφία φυγάδων

Πηγές των ίδιων των Βορειοηπειρωτών

Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και εκλαϊκευμένες εκδόσεις –ως υβριδικά είδη μυθοπλασίας και προφορικής μαρτυρίας με αυθαίρετη αποδεικτική ισχύ– των ίδιων των Βορειοηπειρωτών μετά την αλβανική αντιπολίτευση (1991), τις οποίες παραθέτω με κάθε επιφύλαξη, τα χωριά και οι περιοχές που καταδεικνύουν υψηλότερο αριθμό πολιτικών φυγάδων είναι: Άνω Λεσινίτσα 34, Άγιος Ανδρέας 9, Κάτω Λεσινίστα 50, Γριάζδανη18, Δρόβιανη23, Σωτήρα, μόνον τον Οκτώβριο του 1944 διέφυγαν 17 άτομα, ενώ συνολικά διέρρευσαν στην Ελλάδα 35 οικογένειες, ήτοι 100 άτομα (1944-1950). Ο αριθμός αυτός, ωστόσο, ελέγχεται ως υπερβολικός. Από τον Χλωμό διέφυγαν μέσα σε λίγες μέρες άνω των 40 νέων. Μόνον το δίμηνο από την 1η Σεπτεμβρίου 1945 έως την 21η Οκτωβρίου 1945 είχαν διαφύγει στην Ελλάδα 214 νέοι Βορειοηπειρώτες φυγάδες. Από το χωριό Σχωριάδες Πωγωνίου διέφυγαν 40 άτομα, ενώ από το χωριό Καρόκι του Βούρκου το 1953 διέρρευσαν μαζικά προς την Ελλάδα 25 άτομα σε μία βραδιά.

Επίσημες αλβανικές πηγές

Στη Δρόπολη, από την οποία τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια είχε διαφύγει προς την Ελλάδα μεγάλος αριθμός Βορειοηπειρωτών, η αλβανική ασφάλεια είχε εγκαταστήσει έναν πυκνό, τρομακτικό μηχανισμό παρατήρησης και καταστολής, ο οποίος παρακολουθούσε κυρίως τους αποφοιτήσαντες ελληνοδιδασκάλους στα ελληνικά διδασκαλεία προπολεμικά, τους ιερείς και όλους τους διανοούμενους απόφοιτους στην Ελλάδα ως ύποπτους διαφυγής από τη χώρα: γιατρούς, δικηγόρους και όσους με προβαλλόμενη υπόληψη και χαρακτήρα ασκούσαν εξουσία, και λειτουργούσαν ως πόλος συσπείρωσης της βορειοηπειρωτικής μειονότητας.

Σύμφωνα με δύο άκρως απόρρητα έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών της Αλβανίας (1983 και 1984), τα οποία μας παρέχουν ετερόκλιτα στοιχεία, από την περιφέρεια Αργυροκάστρου, το διάστημα μετά την απελευθέρωση (1944) είχαν διαφύγει συνολικά 2.105 άτομα, εκ των οποίων οι 1.754 ήταν έλληνες Βορειοηπειρώτες. Το 1944 είχαν διαφύγει 150 άτομα, το 1945 ο αριθμός τους ανερχόταν σε 818 άτομα (ήτοι το 53% του συνόλου των δραπετεύσεων) ενώ οι υπόλοιποι διέφυγαν σταδιακά έως το 1983. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 8,3% του συνολικού ελληνόφωνου πληθυσμού της περιφέρειας, έναντι του 0,5% (το μικρότερο ποσοστό όλου του ανατολικού συγκροτήματος) του αλβανικού εθνικού μέσου όρου φυγάδων. Το 45% των φυγάδων της περιοχής, ήτοι 790 άτομα, ήταν γυναίκες και παιδιά και το 78%, ήτοι οι 296 ανήκαν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα (φυγάδες της περιόδου 1944-1945). Σύμφωνα με άλλη μελέτη, ο αριθμός των κατοίκων της Δρόπολης το 1978 (κατά την απογραφή του πληθυσμού) ανερχόταν σε 8.730 άτομα, της Κάτω Δρόπολης σε 7.460, του Πωγωνίου σε 2.612, και οι έλληνες της πόλης του Αργυροκάστρου ανέρχονταν σε 2.213 άτομα. Από την Άνω Δρόπολη διέφυγαν 450 άτομα και από το Πωγώνι (περιοχή με τον υψηλότερο αριθμό πολιτικών φυγάδων) 522, ήτοι αντίστοιχα το 5,1% και 20% του συνολικού πληθυσμού των περιοχών. Το διάστημα 1944-1945 διέφυγαν από το Αργυρόκαστρο 528 άτομα, το διάστημα 1945-49 άλλα 266 άτομα, συνολικά 794 φυγάδες, ήτοι το 65% του συνόλου των φυγάδων. Ο αριθμός των ανηλίκων ασυνόδευτων παιδιών την περίοδο 1944-1949 ανέρχεται σε 107 άτομα, ενώ των υπερήλικων, άνω των 50 ετών, την ίδια περίοδο ανέρχεται 15 άτομα. Η αλβανική ασφάλεια τηρούσε φακέλους παρακολούθησης, παρατήρησης και επεξεργασίας για 340 Βορειοηπειρώτες φυγάδες (για διασυνδέσεις με ξένες μυστικές υπηρεσίες ή μυστική δράση) και για 161 ως οιωνοί προς στρατολόγηση από μυστικές υπηρεσίες, ήτοι το 17% των φυγάδων παρατηρούντο από συνεργάτες της αλβανικής ασφάλειας, ενώ 38 άτομα καταγράφονταν ως καταδρομείς (diversantë) με διάφορες κατασκοπευτικές αποστολές και μυστική δράση· 54 είχαν στρατολογηθεί μετά το 1949. Από τους διαφεύγοντες της περιόδου 1944-1945, οι 251 είχαν παραμείνει στην Ελλάδα (ή κατοικούσαν εκεί), ενώ οι 134 είχαν μετεγκαταστηθεί στις ΗΠΑ και άλλοι 27 είχαν αποκατασταθεί σε άλλες δυτικές χώρες οριστικού ασύλου. Από τους διαφεύγοντες της περιόδου 1946-1949, οι 107 είχαν παραμείνει στην Ελλάδα (ή κατοικούσαν εκεί), ενώ οι 43 είχαν μετεγκαταστηθεί στις ΗΠΑ και άλλοι 33 είχαν αποκατασταθεί σε άλλες δυτικές χώρες οριστικού ασύλου. Ο αριθμός των πολιτικών φυγάδων από την ελληνόφωνη περιοχή των Αγίων Σαράντα καταδεικνύεται συγκριτικά μικρότερος: είχαν διαφύγει συνολικά 856 άτομα, εκ των οποίων οι 638 (ήτοι το 70%) ήταν ελληνόφωνοι Βορειοηπειρώτες. Το 1944 διέφυγαν 188 άτομα και το 1945 άλλοι 308, ήτοι το 77% του συνολικού αριθμού των πολιτικών φυγάδων της περιφέρειας.

(Συνεχίζεται)

media.literatus.gr

Σχετικά άρθρα: