«Ξεχάσαμε που τρώγαμε λάχανα με δυο σπυριά αλεύρι»

«Ξεχάσαμε που τρώγαμε λάχανα με δυο σπυριά αλεύρι»

Ψηφίζουμε έπαρχο στην περιοχή. Μη νομίζεις ότι ζητάει το μεγαλίκι, σκόπι του κεφαλιού του κουτουρού, φροντίδες για μας αυτός. Το μπακλαβά του ζητάει. Ξύπνησε κι ο κόσμος τώρα. Κοιτάει τα συμφέροντά του κι αυτός. Ψηφίζει όποιον του τάζει.

Του άνηκε του δάσκαλου που κέρδισε. Γραμματισμένος είναι, δεν είναι απ’ τη Λαπάτσα.  Για τον κόσμο ρίγανη ήταν αυτός που έφυγε, πιπέρι τούτος που ήρθε.

Έκαμαν καλά και μας παίδεψαν. Έτρωγαν και οι πεθαμένοι. Ζητούν χαρτιά στα γραφεία του ΟΓΑ. Να βρουν τους πεθαμένους κι όσους άλλους δεν δικαιούνται σύνταξη. Είκοσι χρόνια μας θρέφουνε. Βάζομε το χέρι στη τσέπη χωρίς να ιδρώσομε στην Ελλάδα. Πού το έχεις βρει αυτό. Ξεχάσαμε που τρώγαμε λάχανα με δυο σπυριά αλεύρι.

Όλα τα σπίτια είναι καινούργια, αλλά κλειστά που να πάρει η οργή, να πάρει. Η σύνταξη του ΟΓΑ τα στέργιωσε καλύτερα. Χωρίς κανέναν μέσα, θέλουν εκατονπενήντα χρόνια να πέσουν.

Γίναμε λύκοι. Δεν θέλει ο αδερφός τον αδερφό. Ψεύτισε ο κόσμος. Έγινε κουρέλι. Τι λέγω η μαύρη εγώ κι άσπρη να είμαι. Αφού ολοένα ο κόσμος ίδιος ήτανε, γιατί κλαιγόμαστε τώρα.

Πεθαίνουν συνέχεια στο χωριό. Μεγάλοι άνθρωποι μείναμε με το χάρο πίσω από το αυτί. Όμως τρομάζουμε. Ας εμποδιστούμε και λίγο. Σπίτι, σκεπή έχουμε. Αρκεί όταν θα φύγουμε να μας προλάβετε. Να ρίξετε δυο σπυριά χώμα πάνω μας.

Κι ο Ζώγκους ήταν και ο Ενβέρης ήταν. Ο καθένας για τον εαυτό του ήτανε. Τώρα θα είναι καλύτεροι; Να σου φάνε τη γκίρτζα είναι όλοι.

Μια μειονότητα που κάθισε δεκάδες χρόνια σαν η νύφη της Δευτέρας, δεν μπορεί τώρα να απλώσει εύκολα φτερά.

Μη μου τα παίρνεις ανάποτα, έλεγε η μητέρα μου. Ορθά, όπως τα λέγω, παρ’ τα κι εσύ.

Απόσπασμα από «Το βιβλίο της μάνας μου»

10.04.2025

Σχετικά άρθρα: