Ξεναγώντας τρεις Άγγλους

Ξεναγώντας τρεις Άγγλους

Γράφει ο Μηνάς Λέκκας

Η σύμπτωση το έφερε να ξεναγήσω την περασμένη εβδομάδα τρεις Άγγλους περιηγητές  κατά την επίσκεψη τους στους Αγίους Σαράντα, το Βουθρωτό και το Αργυρόκαστρο. Οι ξένοι ενθουσιάστηκαν από αυτά που είδαν. «Είστε ένας λαός με πλούσια πολιτιστική παράδοση, γι’ αυτό και αντέξατε στους αιώνες», ήταν η πρώτη τους εκτίμηση.

Ο αρχαιολογικός χώρος του Βουθρωτού, με τα ερείπια της αρχαίας πόλης και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, που η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στη επιφάνεια, καθώς και η παρθένα βλάστηση που τον σκεπάζει, τους εντυπωσίασε πολύ. «Είναι αξιόλογος, από τους αραιούς και ωραιότερους στην Ευρώπη», εκφράζονται εκείνοι.

Οι ξένοι όμως, με όλο που ανέβηκαν μέχρι το μεσαιωνικό φρούριο πάνω στη ράχη, δεν μπόρεσαν να ιδούν τα μαρμάρινα αγάλματα και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, ό,τι το καλύτερο έκρυβε στα σπλάχνα της η αρχαία αυτή πόλη, που χρόνια στόλιζαν τις αίθουσες του Αρχαιολογικού της  Μουσείου.

«Πήγαν τρία χρόνια τώρα, που το Μουσείο δε λειτουργεί», μας λέει ένας αστυνόμος, που όπως φαίνεται βρίσκεται εκεί για να φυλάει με κλειδωμένες τις πόρτες ότι έχει απομείνει από τους αρχαιοκάπηλους της μεταβατικής περιόδου. Πάντως το Βουθρωτό, κι έτσι σακατεμένο, για τους επισκέπτες είναι πάντα μια ωραία έκπληξη.

Έκπληξη όμως, είναι γι’ αυτούς και το Αργυρόκαστρο, «η πιο επικλινής πόλη του κόσμου», όπως την αποκαλεί ο κορυφαίος συγγραφέας Ι. Κανταρέ τη γενέτειρα του. «Και αυτό, λέει με χιούμορ, το γνωρίζουν καλά οι μεθυσμένοι, διότι όταν τρικλίζοντας πέφτουν απ’ το δρόμο, ξαφνικά βρίσκονται πάνω στις στέγες των σπιτιών». Οι στενοί δρόμοι με τα κεντητά καλντερίμια, τα χαρακτηριστικά σπίτια με τις μεγάλες ημικυκλικές πόρτες και τα πολλά παράθυρα και το θεόρατο μεσαιωνικό κάστρο που δεσπόζει την πόλη, δίνουν σε αυτή μια ιδιομορφία που δύσκολα τη συναντάς αλλού.

Και η πρώτη επίσκεψη των Άγγλων  περιηγητών ήταν το φρούριο, το Εθνικό Μουσείο των Όπλων και η φυλακή – μουσείο, που βρίσκονται μέσα στο φρούριο. Η ξεναγός, που μιλούσε άπταιστα τα αγγλικά, εξήγησε στους ξένους την ιστορία και το μήνυμα που κουβαλούσε μαζί του το κάθε έκθεμα, το κάθε σπαθί και γιαταγάνι, το κάθε κανόνι πολυβόλο και ντουφέκι, το κάθε ανάγλυφο, ζωγραφιά και φωτογραφία, το κάθε ντοκουμέντο.

Στο κέντρο της αίθουσας το μνημείο, έργο του διάσημου γλύπτη Οδυσσέα Πασκάλη, «Ο παρτιζάνος νικητής», το πρωτότυπο του οποίου στέκει περήφανο εκεί στο Ματθάουζεν, μιλώντας για τους αγώνες και τις θυσίες του αδούλωτου αυτού λαού. Μετά απ’ όλα αυτά οι Άγγλοι κατάλαβαν τη μεταφορική έννοια των όσων γράφονταν στον τοίχο, στην είσοδο του Μουσείου: «Ετούτον το  λαό δεν τον γέννησε μάνα, αλλά η κάνη του ντουφεκιού».

Εκείνο που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους ξένους και άφησε ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους ένα αίσθημα θλίψης, ήταν η φυλακή – μουσείο μέσα στο μεσαιωνικό αυτό κάστρο. Άνοιξε η σιδερένια πόρτα και έκπληκτοι βρεθήκαμε σ’ ένα στενό διάδρομο που έστριβε δεξιά και χάνονταν στο βάθος. Αράδα, αρχικά από την μια μόνον πλευρά και απ’ τη στροφή και πέρα και από τις δυο πλευρές του διαδρόμου, τα στενά μεσαιωνικά κελιά με τους σιδερόφραχτους φεγγίτες, πνιγμένα στην υγρασία, σου προκαλούσαν ένα αίσθημα ανατριχίλας. Ήταν κατά κάποιον τρόπο η προσωποποίηση της ανείπωτης βίας και της απάνθρωπης βαρβαρότητας, που έζησε αυτός ο τόπος κι’ αυτός ο κόσμος από τους δυνάστες του.

Λένε πως την τρομαχτική αυτή φυλακή τη σχεδίασε και την έχτισε μέσα στο κάστρο ένας ξένος αρχιτέκτονας. Τελειώνοντάς την, κάλεσε τη μάνα του να έρθει και να θαυμάσει από κοντά το «σπουδαίο αυτό έργο» του γιου της. Και η μάνα ήρθε, το είδε και… τρελάθηκε. Πόσοι μπήκαν εκεί μέσα και δεν βγήκαν ζωντανοί; Πόσοι μαρτύρησαν στα υγρά αυτά μπουντρούμια; Πόσοι αυτοκτόνησαν; Πόσοι τρελάθηκαν; Σε τι τεφτέρια είναι γραμμένα τα ονόματά τους;

Προς βορρά, κάπως απομονωμένο από τα άλλα, ένα ειδικά τρομακτικό κελί. Κάτω στο πάτωμα, σκούργιο από τη υγρασία, ένα ειδικό σύνεργο που οι βασανιστές μεταχειρίζονταν για τα θύματα τους.

Οι Άγγλοι ρωτούν και η υπεύθυνη του Μουσείου εξηγεί: Σε αυτό το μεταλλικό κύκλο με τις τέσσερις σιδερένιες λαβές έμπαινε το σώμα του βασανισθέντος και καρφώνονταν στον τοίχο για να μη γκρεμιστεί καταγής από τα απαίσια, τρομαχτικά βασανιστήρια.

«Μεσαίωνας», μουρμουρίζουν εκείνοι. Ένα μέρος του διαδρόμου και μερικά κελιά ήταν φρεσκοασβεστωμένα και στους τοίχους τους ήταν γραμμένα με μπογιά, αποσπάσματα από τη ζωή, τις ιδέες και τον αγώνα των ανθρώπων που βασανίστηκαν απάνθρωπα σε αυτή τη φυλακή. Βγαίνοντας από τη φυλακή Μουσείο οι  Άγγλοι ήταν σιωπηλοί και σκεπτικοί.

Εμένα μου ήρθε στο νου η τελευταία συνέντευξη του Μιγκουέλ Μαρτινέζ στο Στρασβούργο. Αλβανός δημοσιογράφος τον ρώτησε: «Γιατί αργοπορεί τόσο η εισδοχή της Αλβανίας στο Σ.Ε.; »

Κι αυτός απάντησε: «Γιατί έρχεστε από το Μεσαίωνα».

Αργυρόκαστρο  13.07.1995

Σχετικά άρθρα: