Ένας γάμος, ένα μωρό, δυο ξεσπιτώματα!

Ένας γάμος, ένα μωρό, δυο ξεσπιτώματα!

Γράφει

Η Ανθούλα Διαμάντη – Κηπριώτη

(Κόρη του άξιου πατριώτη Γιάννη Διαμάντη)   

Οι δυσκολίες για το ζευγάρι ξεκινούν αμέσως μετά τον γάμο τους, στο Αργυρόκαστρο, όταν αρχίζει το κυνηγητό και οι διώξεις του πατέρα μου για την εθνική του δράση. Η Δικηγορία και το καλό του όνομα δεν τον προστατεύουν! Τελικά εξορίζεται στην Ιταλία και στέλνει μήνυμα στην γυναίκα του να διαφύγει προς την Ήπειρο, χωρίς να ενημερώσει κανένα.

Τρομοκρατημένη εκείνη ξεκίνησε το ταξίδι της με τα ρούχα που φορούσε, έχοντας ένα μωρό στην κοιλιά της, πάνω σε μουλάρι που το οδηγούσε ένας άγνωστος αγωγιάτης και κατέληξε στα Γιάννενα. Ταξίδευαν νύχτα για να μην τους βλέπουν και την ημέρα κρύβονταν.

Εκείνη πονούσε σε όλο της το κορμί, δεν ήταν βλέπεις μαθημένη από μουλάρι και κακοτράχαλα μονοπάτια, φοβόταν ότι θα αποβάλλει και ντρεπόταν τον άγνωστο οδηγό της, αλλά πιο πολύ φοβόταν. Όλα την τρόμαζαν…

Η εμπειρία αυτής της απόδρασης ήταν προφανώς βαρύτατα τραυματική. Στους εφιάλτες της, εκτός από Γερμανούς που την κυνηγούσαν, έβλεπε ότι έψαχνε χώρο να σταθεί, να κρυφτεί, να ζήσει, αλλά όλα ήταν αδιέξοδα, σκοτεινά και ξένα. Έχανε το δρόμο και βρισκόταν σε άγνωστα μέρη, μόνη ή με ένα μωρό στην αγκαλιά. Ούρλιαζε από απελπισία και…ξυπνούσε.

Στα Γιάννενα τους βρήκε ο σύζυγος. Εκεί γέννησε το μωρό της, σε μια άγνωστη ιδιωτική κλινική, με έναν άγνωστο γιατρό. Στο μικρό σπίτι που είχαν νοικιάσει, κοντά στην κεντρική πλατεία-στην οδό Μανωλιάσσης – γύρισε λεχώνα και προσπάθησε να οργανώσει την μίζερη ζωή τους.

Περνούσαν δύσκολα, μια τους έλειπαν ακόμη και τα βασικά της διαβίωσης, αλλά για την νεογέννητη κορούλα ετοιμάστηκε ένα …πριγκηπικό κρεβατάκι. Ένα παλιό ξύλινο κασόνι από κρασιά, που τους χάρισε ο μπακάλης, επενδύθηκε με μπαμπάκι, ντύθηκε με μαλακό λευκό ύφασμα, κεντήθηκε, στολίστηκε με κορδέλες και φιλοξένησε το μωρό. Αυτό το μωρό ήταν η μόνη τους χαρά την δύσκολη εκείνη περίοδο.

Η επαρχία είχε στεγνώσει από τον πόλεμο και ο εμφύλιος της έδωσε την χαριστική βολή. Ο κόσμος κλεισμένος και επιφυλακτικός, δεν ήξερες ποιος είναι εχθρός και ποιος φίλος.

Ο πατέρας μου μετά από ελάχιστο χρόνο, που έζησε με την οικογένεια, έφυγε για την Αθήνα να αναζητήσει επαγγελματική αποκατάσταση. Η μητέρα μου έμεινε πάλι χωρίς τον σύντροφό της, με την αγωνία να την τρελαίνει για την δική του τύχη, αλλά και για την δική της και του μωρού της.

Το σπίτι, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, που νοίκιασε ο πατέρας μου, θα ήταν πλέον η νέα φωλιά της οικογένειας.

Σχόλιο: Το ξεκίνημα της ζωής μου … πριν ένα εκατομμύριο χρόνια … περίπου τέτοιες ημέρες …  Πάντοτε … ημέρες αναμνήσεων και περισυλλογής … για την προηγούμενη γενιά!!!Δεν υπάρχει κανείς πλέον. Μας άφησαν παρακαταθήκη …τις αναμνήσεις τους!

Σχετικά άρθρα: