Ο μαρξισμός έναντι της θρησκείας

Ο μαρξισμός έναντι της θρησκείας

Η ιδρυτική διακήρυξη του κομμουνιστικού Κόμματος της Αλβανίας ανέφερε ότι η πολιτική του βασίζεται στις θεωρίες των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Αυτί] η αρχή όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε καθ’ όλη την διάρκεια της ύπαρξης της Λαϊκής δημοκρατίας της Αλβανίας, αλλά με το πέρασμα του χρόνου και την απομόνωση της Αλβανίας από το ανατολικό μπλοκ (και στην συνέχεια και από την Κίνα), ο Ενβέρ Χότζα πρόσθεσε το όνομα του σε αυτή την τετράδα θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τονίσει την σπουδαιότητα της προσωπικότητας του στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι λοιπόν απαραίτητη μία επιγραμματική ματιά στην στάση των θεωρητικών προτύπων του Χότζα απέναντι στην θρησκεία, τόσο για να γνωρίσουμε τις αντιλήψεις του Μαρξισμού, όσο και για να γίνουν στην συνέχεια κατανοητές οι οποίες καινοτομίες εισήγαγε ο Αλβανός ηγέτης.

Ο Καρλ Μαρς θεωρείται ο θεμελιωτής του κομμουνισμού και του ιστορικού υλισμού. Πολύ πριν όμως τις διακηρύξεις του περί της πάλης των τάξεων και της οικονομικό-κοινωνικής ανάλυσης του κεφαλαίου είχε ασχοληθεί με το θρησκευτικό ζήτημα εκφράζοντας σχεδόν άμεσα την αθεϊστική του ιδεολογία. Για τον Μαρξ η κριτική της θρησκείας είναι η αρχή κάθε κριτικής, ενώ κύριο αίτιο γέννησης της είναι η έννοια της αλλοτρίωσης. Η θρησκεία είναι ένας πλασματικός κόσμος τον οποίο δημιουργεί ο άνθρωπος ως απάντηση στην δυστυχία του και επενδύει σε αυτόν όλες αυτές τις ιδιότητες που λείπουν και θα επιθυμούσε στον πραγματικό κόσμο. Η γέννηση όμως αυτής της δοξασίας γίνεται κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες για τις οποίες ευθύνεται ο άνθρωπος. Η θρησκεία λοιπόν είναι γέννημα μίας συγκεκριμένης κοινωνικό-οικονομικής κατάστασης που εξαναγκάζει τους εκμεταλλευόμενους ανθρώπους να προβάλλουν την σωτηρία τους στο επέκεινα.

«Ο άνθρωπος δεν είναι μια οντότητα αφηγημένη, θαμμένη εκτός κόσμου. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινωνία.

Αυτό το κράτος, αυτή η κοινωνία παράγουν π/ν θρησκεία, μια αντεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, καθότι είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η θρησκεία […] είναι η φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, καθότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή πραγματικότητα. Η πάλη ενάντια στη θρησκεία είναι λοιπόν έμμεσα η πάλη ενάντια σε τούτο τον κόσμο, του οποίου η θρησκεία είναι το άυλο άρωμα.

Η θρησκευτική αθλιότητα είναι αφενός έκφραση της πραγματικής αθλιότητας, αφετέρου η διαμαρτυρία κατά της πραγματικής αθλιότητας. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, το αίσθημα ενός άκαρδου κόσμου καθώς και το πνεύμα μιας εποχής δίχως πνεύμα. Είναι το όπιο του λαού.»

Η θρησκεία για τον Μαρξ λειτουργεί ως όργανο των εκμεταλλευτών και διαιωνίζει την καταπίεση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων τα οποία υπακούν προσδοκώντας ανταμοιβή σε μια άλλη ζωή.

«Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού κηρύσσουν π/ν αναγκαιότητα μιας κυρίαρχης τάξης και μιας τάξης καταδυναστευόμενης, στην οποία το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι ο ευσεβής πόθος να τύχει της αγαθοεργίας των δυναστών της.

Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού τοποθετούν στον ουρανό την ανταμοιβή της κάθε ατιμίας των εκκλησιαστικών συμβούλων, δικαιολογώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την μονιμότητα τους επί της γης.

Οι κοινωνικές αρχές του χριστιανισμού θεωρούν κάθε αχρειότητα των καταπιεστών σε βάρος των καταπιεζόμενων είτε ως δίκαιη τιμωρία του προπατορικού αμαρτήματος και άλλων αμαρτιών είτε ως δοκιμασία που ο Κύριος, στην άπειρη σοφία του επιβάλλει, σε όσους απολύτρωσε».

Ο αθεϊσμός λοιπόν ως απάντηση σε αυτές τις συνθήκες αποτελεί για τον Μαρς ανώτατη έκφραση ανθρωπισμού. Εξαλείφοντας τις ιστορικές συνθήκες που παράγουν τον θεό, ο άνθρωπος γίνεται ο μόνος κύριος της ζωής του. Αυτή η εξάλειψη του θεού θα επιτευχθεί μέσω της προλεταριακής επανάστασης, οπού με την τελείωση της ο άνθρωπος θα καταφέρει να αυτοπραγματωθεί και να αυτοδημιουργηθεί. Σύμφωνα με αυτή τη λογική στον σοσιαλισμό οι άνθρωποι δει· θα έχουν ανάγκη να πιστεύουν στον θεό, επειδή θα βιώνουν αυτά που τώρα εναποθέτουν σε μια άλλη ζωή.

Ο μαρξισμός επομένως, εξετάζει το θέμα της θρησκείας, και τη στάση απέναντι σε αυτή, στα πλαίσια της ταξικής πάλης κατά του καπιταλισμού. Η θρησκευτική πίστη θα εξασθενίσει μακροπρόθεσμα σε μια σχεδιασμένη σοσιαλιστική κοινωνία – μία κοινωνία που λειτουργεί πλήρως υπό ανθρώπινο έλεγχο, εξαφανίζοντας κατά συνέπεια τους όρους που παράγουν και διατηρούν τη θρησκευτική συνείδηση.

Για τον άμεσο συνεργάτη του Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς η θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο μία «φαντασιακή αντανάκλαση στα μυαλά των ανθρώπων αυτών των εξωτερικών δυνάμεων που ελέγχουν την καθημερινή ζωή, μια αντανάκλαση στην οποία οι γήινες δυνάμεις λαμβάνουν μορφή υπερφυσικών δυνάμεων».

Και ο Ένγκελς θεωρούσε πως ο μόνος τρόπος απελευθέρωσης από αυτή την αντανάκλαση της «θρησκευτικής πλάνης» ήταν η απελευθέρωση μέσω της σοσιαλιστικής κοινωνίας. «Όταν η κοινωνία, θέτοντας υπό π/ν κατοχή της όλα τα μέσα παραγωγής και χρησιμοποιώντας τα σε σχεδιασμένη βάση, έχει ελευθερωθεί και ελευθερώσει όλα τα μέλη της από τη δουλεία στην οποία, τώρα βρίσκονται από αυτά τα μέσα της παραγωγής που οι ίδιοι έχουν παραγάγει αλλά που τα αντιμετωπίζουν ως ακαταμάχητη ξένη δύναμη, όταν επομένως το άτομο όχι μόνο προτείνει, αλλά επίσης διαθέτει — μόνο τότε μπορεί κάθε ξένη δύναμη που αντανακλάται στη θρησκεία να εξαφανιστεί: και μαζί της θα εξαφανιστεί και η θρησκευτική πίστη η ίδια, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορεί αυτή να αντανακλά».

Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι θεωρίες του Λένιν. «Ο Μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης». […] Ο Μαρξισμός είναι υλισμός. Ως τέτοιος, είναι ασταμάτητα εχθρικός με τη θρησκεία».

Ο Λένιν θεωρεί ότι η θρησκεία αποτελεί προσωποποίηση των δυνάμεων που υποτάσσουν τους ανθρώπους και δεν τους επιτρέπει την κοινωνική χειραφέτηση: «Η θρησκεία είναι μια από τις μορφές πνευματικής καταπίεσης, που παντού και πάντοτε βάραινε τις λαϊκές μάζες, τις τσακισμένες από την αιώνια δουλειά για τους άλλους, την ανέχεια και τη μοναξιά Η αδυναμία των τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές γεννάει αναπόφευκτα την πίστη για μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή, όπως ακριβώς και η αδυναμία του πρωτόγονου ανθρώπου στην πάλη με τη Φύση να γεννάει την πίστη στους θεούς, στους διαβόλους, στα θαύματα κτλ. Σ’ αυτόν που σ’ όλη τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σε εκείνους που ζουν από ξένη εργασία η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φτηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η θρησκεία είναι ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή».

Στο ίδιο πνεύμα κυμαίνεται και μια ακόμη αναφορά του: «Ο Φόυερμπαχ ήταν σωστός όταν, απαντώντας σε εκείνους που υπεράσπιζαν τη θρησκεία λόγω του ότι παρηγορεί τους ανθρώπους, έδειξε την αντιδραστική σημασία της παρηγοριάς: όποιος παρηγορεί τον σκλάβο αντί να τον ενθαρρύνει να ξεσηκωθεί ενάντια στη σκλαβιά βοηθά τον ιδιοκτήτη των σκλάβων».

Και για τον Λένιν, όπως και στους Ένγκελς και Μαρξ, η ύπαρξη της θρησκείας είχε κοινωνικά αίτια και βασίζονταν κυρίως στον φόβο και στην αβεβαιότητα που δημιουργούσε το αστικό περιβάλλον. «Στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες οι ρίζες είναι κυρίως κοινωνικές. Η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόμενων μαζών, η καταφανής απόλυτη αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, που προξενεί κάθε μέρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα μαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλειάς από ότι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα όπως πόλεμοι, σεισμοί κλπ. Να που βρίσκεται η σύγχρονη ρίζα της θρησκείας: στο φόβο. Ο φόβος δημιούργησε τους θεούς. Ο φόβος μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφτεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προλετάριου και του μικρονοικοκύρη η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την “ξαφνική”, την “αναπάντεχη”, την “τυχαία” καταστροφή, τον όλεθρο, τη μετατροπή του σε ζητιάνο, σε πόρνη, το θάνατο από τ//ν πείνα, να η ρίζα της σύγχρονης θρησκείας.»

Παρόλη όμως την αντιθρησκευτική του ρητορική ο Λένιν δεν έβλεπε την απαγόρευση της θρησκείας ως επιθυμητό μέσο. Ο Λένιν πίστευε πως η τυχόν καταδίωξη είναι ο καλύτερος τρόπος να ζωντανέψει το ενδιαφέρον προ; την θρησκεία και να δυσκολευτεί η πραγματική απονέκρωση της. Αντίθετα πρότεινε να μεταφερθεί η θρησκεία στο ιδιωτικό-ατομικό πεδίο αποκόπτοντας κάθε σχέση του κράτους και εκκλησίας και άρρωντας κάθε μορφή θρησκευτικής διάκρισης:

«Η θρησκεία πρέπει να ανακηρυχτεί ατομική υπόθεση’ με τα λόγια αυτά καθιερώθηκε να εκφράζεται συνήθως η στάση των σοσιαλιστών απέναντι στη θρησκεία. Μα η σημασία αυτών των λέξεων πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια, για να μη μπορούν να προκαλούν κανενός είδους παρανοήσεις. Η θρησκεία πρέπει να είναι ατομική υπόθεση για το κράτος, αυτό ζητάμε εμείς, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να θεωρούμε τη θρησκεία ατομική υπόθεση για το κόμμα μας. Το κράτος δεν πρέπει να έχει καμιά δουλειά με τη θρησκεία, οι θρησκευτικοί σύλλογοι δεν πρέπει να συνδέονται με την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι ολότελα ελεύθερος να πρεσβεύει όποια θρησκεία θέλει ή να μην παραδέχεται καμιά θρησκεία, δηλαδή να είναι άθεος, όπως και είναι συνήθως κάθε σοσιαλιστής, Λεν επιτρέπονται σε καμιά περίπτωση κανενός είδους διακρίσεις δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πρέπει να καταργηθεί απόλυτα ακόμα και κάθε υπόμνηση στα επίσημα έγγραφα σχετικά με το άλφα ή βήτα θρήσκευμα των πολιτών, Λεν πρέπει να δίνεται καμιά επιχορήγηση από τα χρήματα του δημοσίου στις εκκλησιαστικές και θρησκευτικές ενώσεις, που πρέπει να γίνουν ενώσεις πολιτών-ομοϊδεατών ολότελα ελεύθερες, ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Μόνο με την ολοκληρωτική εφαρμογή αυτών των διεκδικήσεων μπορεί να μπει τέρμα, στο επαίσχυντο και καταραμένο εκείνο παρελθόν, τότε που η εκκλησία βρισκόταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από το κράτος, ενώ οι Ρώσοι πολίτες βρίσκονταν σε δουλοπαροικιακή εξάρτηση από την επίσημη εκκλησία, τότε που υπήρχαν και εφαρμόζονταν μεσαιωνικοί ιεροεξεταστικοί νόμοι (που διατηρούνται μέχρι σήμερα στους ποινικούς κώδικες και κανόνες), νόμοι που πρόβλεπαν διωγμούς για την πίστη ή για την απιστία, που ασκούσαν βία στη συνείδηση του ανθρώπου, που συνέδεαν τις δημόσιες θεσούλες και τα δημόσια έσοδα με τη διάδοση κάθε λογής πνευματικού οπίου που διοχετεύει η εκκλησία του κράτους. Ολοκληρωτικός χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος -αυτή τη διεκδίκηση προβάλλει το σοσιαλιστικό προλεταριάτο στο σημερινό κράτος και στη σημερινή εκκλησία.»

Η επικράτηση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 έφερε τον Λένιν στη εξουσία της αχανούς Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έγινε η πρώτη χώρα όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων περιελάμβανε μέτρα που αφορούσαν τον περιορισμό της θρησκευτικής επιρροής και τον αποκλεισμό των εκκλησιών από την κρατική χρηματοδότηση και την παιδεία.

Με το Σύνταγμα του 1918 χωρίζεται το κράτος με την εκκλησία και αναγνωρίζεται σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα της ελεύθερης θρησκευτικής και αντιθρησκευτικής προπαγάνδας. Παράλληλα οι εκκλησίες τίθενται υπό την διάθεση όλων των θρησκειών, ενώ τους επιβάλλεται και βαριά φορολογία. Παρόλα αυτά ο Λένιν διακήρυσσε πως «Το προλεταριακό κράτος πρέπει να παρέχει πλήρη θρησκευτική ελευθερία» και πως οποιαδήποτε καμπάνια κατά της θρησκείας δεν θα πρέπει να γίνεται μέσω απαγορεύσεων αλλά μέσα από μία υλιστική διαλεκτική που θα την συνδέει με την ταξική πάλη.

Η άνοδος των Μπολσεβίκων όμως σήμανε την έναρξη ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου με τις εναπομείνασες δυνάμεις της έκπτωτης τσαρικής εξουσίας. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου, δεκάδες ιερωμένοι βρέθηκαν στο στόχαστρο του κομμουνιστών και τιμωρήθηκαν μέχρι και με θάνατο εξαιτίας της υποστήριξης που παρείχαν στον τσάρο.

Με την λήξη του εμφυλίου το 1922 ο Λένιν ήταν ανήμπορος πια να κυβερνήσει λόγω προβλημάτων υγείας και η εξουσία της Σοβιετικής Ένωσης πέρασε ουσιαστικά στα χέρια του πρότυπου του Ενβέρ Χότζα, στον Ιωσήφ Στάλιν. Ο Στάλιν αν και είχε φοιτήσει νεότερος σε ιερατική σχολή ενέτεινε τα μέτρα καταστολής κατά της θρησκείας.

Με απόφαση του 12ου συνεδρίου του Κομμουνιστικού κόμματος (1923) ιδρύονται προπαγανδιστικές εφημερίδες κατά της θρησκείας Bezhbozhnίk («Ο Χωρίς Θεό») και Bezhbozhnίk u stanka («Χωρίς Θεό στο εργοστάσιο»), ενώ το 1925 ιδρύεται και ο «Σύνδεσμος των Μαχόμενων Άθεων» υπό την καθοδήγηση του Γ. Γιαροσλαβσκι που θεωρούταν ο ειδήμων των Μπολσεβίκων ως προς τα ζητήματα της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας.

Από τα 1929 η σταλινική τακτική γίνεται ακόμη επιθετικότερη. Με τον νόμο περί «Θρησκευτικών Οργανισμών» αφαιρείται κάθε κοινωνικός ρόλος από την θρησκεία καθώς απαγορεύονται οι έρανοι, η ίδρυση σωματείων, η διατήρηση ιατρείων και βιβλιοθηκών, ενώ παράλληλα οι κληρικοί τιμωρούνται με στέρηση δικαιωμάτων τους καθώς κρίνονται αντιπαραγωγικοί. Παράλληλα η έκφραση της θρησκευτικής πίστης περιορίζεται και επιτρέπεται μόνο εντός των εγκεκριμένων από το καθεστώς θρησκευτικών χώρων.

Ο ίδιος ο Στάλιν δήλωνε ότι είναι κατά της θρησκείας γιατί είναι υπέρ της επιστήμης, ενώ σε ερώτηση για το αν πρέπει να διαγράφονται τα μέλη απ’ το Κόμμα, επειδή πιστεύουν στο Θεό ο Στάλιν διευκρίνισε τη στάση του κόμματος απέναντι στη θρησκεία σημειώνοντας, ανάμεσα στ’ άλλα, τα εξής:

«…Εμείς κάναμε και θα κάνουμε προπαγάνδα ενάντια στις θρησκευτικές προλήψεις. Η νομοθεσία της χώρα μας είναι τέτοια, που κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να πρεσβεύει οποιαδήποτε θρησκεία. Αυτό είναι ζήτημα συνείδησης του καθενός. Γι’ αυτό ακριβώς πραγματοποιήσαμε το χωρισμό της Εκκλησίας απ’ το κράτος. Πραγματοποιώντας χωρισμό της Εκκλησίας απ’ το κράτος και διακηρύχνοντας την ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων, διατηρήσαμε ταυτόχρονα για τον κάθε πολίτη το δικαίωμα να αγωνίζεται με π/ν πειθώ, με την προπαγάνδα και τη ζύμωση ενάντια στη μια ή στην άλλη θρησκεία, ενάντια σε κάθε θρησκεία. Το κόμμα δεν μπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στη θρησκεία και κάνει αντί θρησκευτική προπαγάνδα ενάντια σε κάθε είδους θρησκευτικές προλήψεις, γιατί το κόμμα είναι υπέρ της επιστήμης, ενώ οι θρησκευτικές προλήψεις στρέφονται ενάντια στην επιστήμη. Περιπτώσεις, σαν κι’ αυτές της Αμερικής, όπου τελευταία καταδίκασαν τους δαρβινιστές, είναι αδύνατον να παρουσιαστούν στη χώρα μας, γιατί το κόμμα ακολουθεί πολιτική υπεράσπισης της επιστήμης με όλα τα μέσα.

Το κόμμα δεν μπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στις θρησκευτικές προλήψεις και θα εξακολουθήσει να διεξάγει προπαγάνδα ενάντια σ’ αυτές τις προλήψεις, γιατί η προπαγάνδα αυτή είναι ένα από τα σίγουρα μέσα για να υποσκαφτεί η επιρροή του αντιδραστικού κλήρου, που υποστηρίζει τις εκμεταλλεύτριες τάξεις και κηρύσσει την υποταγή σ’ αυτές τις τάξεις.

Το κόμμα δεν μπορεί να είναι ουδέτερο απέναντι στους φορείς των θρησκευτικών προλήψεων, απέναντι στον αντιδραστικό κλήρο, που δηλητηριάζει τη συνείδηση των εργαζομένων μαζών.

Έχουμε τσακίσει τον αντιδραστικό κλήρο; Ναι, τον τσακίσαμε. Το ατύχημα είναι μόνο ότι δεν έχει ακόμα εξαλειφθεί ολοκληρωτικά. Η αντιθρησκευτική προπαγάνδα είναι το μέσο που θα ολοκληρώσει το έργο της εξάλειψης του αντιδραστικού κλήρου. Υπάρχουν περιπτώσεις που κάποιο από τα μέλη του κόμματος εμποδίζει καμιά φορά την ανάπτυξη της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας με όλα τα μέσα. Αν τέτοια μέλη του κόμματος διαγράφονται, αυτό είναι πολύ καλό, γιατί στις γραμμές του κόμματός μας δεν υπάρχει θέση για τέτοιου είδους “κομμουνιστές”».

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η πολιτική του Στάλιν μεταλλάσσεται χαλαρώνοντας την αντιθρησκευτική εκστρατεία, ενώ παράλληλα η εκκλησία γίνεται αρωγός του καλέσματος του σοβιετικού ηγέτη στον «μεγάλο πόλεμο για την πατρίδα» και στην προσπάθεια αντίστασης ενάντια στα ναζιστικά στρατεύματα.

Κατά την διάρκεια του πολέμου οι κρατικές υπηρεσίες ανέλαβαν να συντάξουν νέους νόμους περί θρησκείας και αποφασίστηκε σε μερικές περιπτώσεις η επιστροφή ορισμένων θρησκευτικών κτηρίων. Βασικός σκοπός δεν ήταν πλέον η εξαφάνιση της θρησκείας αλλά η σύνδεση της με την ηγεσία του κόμματος και η δέσμευση της κάτω από τις κυβερνητικές εντολές.

Με την λήξη του πολέμου η εκκλησία έχει πλέον μετατραπεί σ’ έναν πλήρως ελεγχόμενο από τον Στάλιν μηχανισμό, ο οποίος εργάζεται για να εξυπηρετεί διπλωματικές επιδιώξεις του Κ.Κ.Σ.Ε. Αυτή την συνταγή ακολούθησε και ο Χότζα από το 1948 που έθεσε την Αλβανία κάτω από την Σοβιετική κηδεμονία έως το 1967, την ένταξη της χώρας στο στρατόπεδο της Κίνας και την κήρυξη της Αλβανικής Πολιτιστικής Επανάστασης και την ολοκληρωτική απαγόρευση της θρησκείας.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΙΤΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΤΖΑΧΡΗΣΤΑΣ ΒΑΪΟΣ
Α.Ε.Μ.: 677
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΝΒΕΡ ΧΟΤΖΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΓΟΝΩΝ ΤΟΥ


Σχετικά άρθρα: