Ο θείος Σιώρης

Ο θείος Σιώρης

ΑΦΗΓΗΜΑ

Γράφει

η Ανθούλα Διαμάντη – Κηπιώτη

Η επαφή μου με αυτό το κείμενο της ψυχής δεν είναι προκαθορισμένη. Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν ή όταν οι αναμνήσεις γίνονται πιεστικές, τότε συναντιόμαστε. Παρότι έχω αναφερθεί στον «θείο» στο πρώτο μου βιβλίο «Πανωφόρια», πρόσφατα μου ζητήθηκε ευγενικά και με σεβασμό να γράψω κάτι γι’ αυτόν. Η συνάντηση σπάνια είναι εύκολη. Το συνηθέστερο συναίσθημα είναι ότι κάνω βουτιά σε λακκούβα. Μικρή, μεγάλη, βατή ή επικίνδυνη κανείς δεν ξέρει πως θα ανασυρθώ από εκεί! Νιώθω είναι ότι απαιτείται τεράστια ψυχική και νοητική ενέργεια. Συνήθως βγαίνω από τις επαφές μου αυτές νιώθοντας πολύ λύπη.

Οι άνθρωποι που συναναστρεφόμασταν ή έστω συναντούσαμε στον οικογενειακό μας κύκλο ήταν ελάχιστοι, με αποτέλεσμα κάθε γνώριμος, φίλος ή συγγενής που διάβαινε το κατώφλι μας να είναι ευχάριστη έκπληξη, κυρίως για εμάς τα παιδιά. Μέσα από τις συναντήσεις αυτές, ανακαλύπταμε τον κόσμο γύρω μας. Μια τέτοια σημαντική γνωριμία ήταν αυτή με τον Θείο Σιώρη (Θεόδωρος) την ύπαρξη του οποίου γνωρίζαμε, αλλά δεν τον είχαμε συναντήσει ποτέ.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν γιος της θετής μητέρας του πατέρα μου, από τον προηγούμενό της γάμο. Όταν, χήρα πλέον, παντρεύτηκε τον παππού μου, που ήταν επίσης χήρος με δύο παιδιά, τον πατέρα μου και την αδελφή του Βασίλω, έφερε στο καινούριο της σπιτικό και τον γιο της. Στην συνέχεια επειδή γέννησε και άλλα παιδιά, όλα αγόρια, βρέθηκαν να μεγαλώνουν στο ίδιο σπίτι, τριών «ειδών» παιδιά. Ουσιαστικά ο θείος αυτός δεν ήταν καν συγγενής του πατέρα μου, είχε ακόμη και διαφορετικό επίθετο-Μάλλιος- αλλά από όλους στην οικογένεια πάντοτε, θεωρείτο και ήταν «αδελφός».
Όλοι έλεγαν ότι ήταν ένα πανέξυπνο και εργατικό παιδί που αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Έγινε δάσκαλος, με σπουδές στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, στα Γιάννενα και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά. Στη φάση αυτή της ζωής του γοητεύτηκε από τις Μαρξιστικές αρχές και αναζήτησε «πανανθρώπινη την λευτεριά». Την εποχή εκείνη η Ελλάδα σπαράσσεται από τις μεταπολεμικές εμφύλιες συρράξεις, φανερές ή υπόγειες και οι δρόμοι για τους ακραιφνείς κομμουνιστές είναι δύο: ή να βγουν στο βουνό ή να ζήσουν στην παρανομία. Ο θείος ο Σιώρης προτίμησε να βοηθήσει παραμένοντας παράνομος αλλά τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν.
Ζούσε ακόμη ο πατέρας μου όταν ο ταχυδρόμος έφερε ένα γράμμα, σταλμένο από το νησί Άγιο Ευστράτιο, με αποστολέα κάποιον Θεόδωρο Μάλλιο. Το γράμμα έφερε συγκίνηση και προβληματισμό. Ο πατέρας έσμιξε τα φρύδια-το συνήθιζε άλλωστε αυτό όταν ήταν σε δύσκολη θέση-και είπε συλλογισμένος: «τουλάχιστον είναι καλά και ξέρουμε που βρίσκεται». Οι υπόλοιποι κοίταξαν ο ένας τον άλλον και βουβάθηκαν. Η ιστορία με το γράμμα επαναλαμβανόταν αραιά και που, ακόμη και μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Αυτό που ξέραμε εμείς τα παιδιά, ήταν ότι είχαμε ένα «θείο» πολύ αξιόλογο, ο οποίος ήταν κομμουνιστής … δυστυχώς και ως επικίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους ήταν υπό περιορισμό σε ένα νησί που το έλεγαν Αη-Στράτη. Τρία ή τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ο Θείος Σιώρης εμφανίστηκε στο σπίτι μας.
Η συνάντηση του με τους δικούς μου ήταν συγκλονιστική, με δάκρυα και περισσή συγκίνηση και από τις δύο πλευρές, παρότι εκείνος προσπαθούσε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Εδώ που τα λέμε όλοι μας στην οικογένεια, είμαστε πολύ υπερβολικοί στις εκδηλώσεις μας. Χαιρόμαστε πολύ, πονάμε πολύ, ξαφνιαζόμαστε πολύ, λυπόμαστε μέχρι εξαντλήσεως και γενικώς ζούμε και εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας εκρηκτικά! Θυμώνουμε μέχρι θανάτου και το επόμενο λεπτό το έχουμε ξεχάσει, ενθουσιαζόμαστε, συγκλονιζόμαστε, συγκινούμαστε !!!Εκείνο που δεν κάνουμε με υπερβολή είναι να … γελάμε. Εκεί είμαστε συγκρατημένοι για να μην πω σφιγμένοι, λες και το γέλιο ήταν ντροπή. Έπρεπε να είμαστε όλοι, μικροί και μεγάλοι σοβαροί. Γέλια, κακαρίσματα και ξελιγώματα δεν τα ξέραμε. Νομίζω ότι μας αγνόησαν και αυτά και δεν ήρθαν πλούσια στη ζωή μας.
Ο νεόφερτος θείος που ήταν ιδιαίτερα χαμογελαστός, εγκαταστάθηκε στο σπίτι μας χωρίς να ξέρει πόσο χρόνο θα ήταν η παραμονή του, αφού ο τελικός προορισμός του ήταν το χωριό του Δερβιτσάνη στην Βόρειο Ήπειρο. Η επιστροφή του εκεί είχε οριστεί και συμφωνηθεί από τους «κρατούντες» των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών.
Συγκεκριμένα είχε αποφασιστεί να γίνει, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, ανταλλαγή είκοσι επτά ατόμων Ελληνικής καταγωγής, με τρία άτομα Ελληνικής πάλι καταγωγής αλλά Αλβανικής υπηκοότητας, που βρίσκονταν υπό καθεστώς εξορίας στον Αη Στράτη.
Αυτή περίπου ήταν η επίσημη εκδοχή των γεγονότων, όπως την άκουσα εγώ τότε, με τα ίδια μου τα αυτιά, από τον Θείο Σιώρη. Στα επόμενα χρόνια εμφανίστηκαν πολλές παραλλαγές. Όποιος ήταν ενήμερος του θέματος, ανάλογα με τα πολιτικά του πιστεύω, έδινε εξηγήσεις και ερμηνείες με αποτέλεσμα να μην μπορείς να οδηγηθείς σε ασφαλή συμπεράσματα. Είναι γεγονός πάντως ότι ο θείος ήταν μαρξιστής και θεωρούσε την Λαϊκή Δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης ως την μεγαλύτερη, σωστότερη και ιδεωδέστερη Δημοκρατία που υπήρξε ποτέ.
Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες ήταν πάντα τροχοπέδη, με αποτέλεσμα η διαμονή του θείου στην Αθήνα να παρατείνεται. Εκτός από την αγωνία της μάνας μου για την πιθανότητα να με «μολύνει» ο θείος με κομμουνιστικές ιδέες, δεν υπήρξε στην συμβίωση μας κανένα πρόβλημα. Αντίθετα όλοι κερδίζαμε από την ύπαρξή του. Ο θείος έκανε τα ψώνια και τις περισσότερες εξωτερικές δουλειές, βοηθούσε στο νοικοκυριό του σπιτιού, ακόμη και στο μαγείρεμα. Μαθημένοι όλοι μας σε ένα πρότυπο ανατολίτη άνδρα, αυτού που δεν ασχολείται με τίποτε στο σπίτι και τα περιμένει όλα έτοιμα από τις γυναίκες, απορούσαμε με την χαρούμενη συμμετοχή του. Η καλή του διάθεση τον χαρακτήριζε.
Ήταν πάντα ανοικτός και αισιόδοξος, γελούσε πολύ και πλούσια με γάργαρο γέλιο και έδειχνε να αντιλαμβάνεται τα πράγματα με νηφαλιότητα και ηρεμία.
Όλοι ήταν ευχαριστημένοι αλλά νομίζω ότι περισσότερο από τους άλλους, ήμουν εγώ. Ανακάλυψα έναν «μεγάλο» που ήταν χαρούμενος, γελαστός και προσιτός, με έκανε να γελάω, μου έδινε σημασία, με άκουγε πολύ προσεκτικά όταν μιλούσα, αξιολογούσε τα λεγόμενα μου και διατύπωνε ήρεμα τις ενστάσεις ή την συμφωνία του. Έκανα για πρώτη μου φορά συζήτηση σε ισότιμη βάση! Πρωτόγνωρο!
Είχε μια ευρύτατη παιδεία και με καθήλωνε καθημερινά με τις γνώσεις του.

Στα χρόνια της εξορίας του διάβασε πολύ και εκτός των άλλων, έμαθε άριστα τρείς ξένες γλώσσες, ενώ εμβάθυνε στις δύο που ήξερε ήδη. Συγκρατούμενος για πολλά χρόνια με την ελίτ της τότε Ελληνικής διανόησης, εξετέθη σε λογοτεχνικά, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, που του χάρισαν μια σφαιρική γνώση επί παντός επιστητού. Στην βαλίτσα του- άθλια σε εμφάνιση- εκτός από τα φτωχικά του ρούχα υπήρχαν δύο ογκώδη Λεξικά, το ένα ήταν θυμάμαι το Πάπυρος-Λαρούς. «Βγάλαμε πολλά Πανεπιστήμια εκεί στα ξερονήσια, ανεψιά» μου έλεγε λίγο μελαγχολικά.
Με έμαθε πολλά πράγματα, από το πως να ψάχνω ένα λεξικό μέχρι το πως να αξιολογώ ένα λογοτεχνικό κείμενο. Μου έκανε ερωτήσεις για εγκυκλοπαιδικά θέματα και όταν με έπιανε αδιάβαστη ή ανημέρωτη-το σύνηθες-μου εξηγούσε και με οδηγούσε στην γνώση.

Κάποτε με ρώτησε -δεν θυμάμαι με ποια αφορμή -αν γνωρίζω την ύπαρξη της Αν Μπόλεϊν.
Ήμουν ένα μικρό κορίτσι, άβγαλτο, ανημέρωτο, στις πρώτες γυμνασιακές τάξεις, δεν ήξερα καλά-καλά Ελληνική ιστορία και με ρώταγε για την Αγγλική Αυτοκρατορία! Μου είπε εκείνος την ιστορία και…με ταξίδεψε!!! Ξεκίνησε αυτά που ήθελε να μου πει υποστηρίζοντας ποιητικά-σε μια μικρή έφηβη-τα εξής: «Υπάρχουν έρωτες μεγάλοι, μικροί, παθιασμένοι, αξέχαστοι, ακραίοι, ρομαντικοί. Υπάρχουν και μερικοί που, απλώς, αλλάζουν την Ιστορία όπως για παράδειγμα ο έρωτας του Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας για την Αν Μπόλεϊν που άλλαξε την ιστορία της Αγγλίας».
«Όταν ο Ερρίκος ο 8ος διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο το 1509, ήταν δεκαοχτώ χρονών–ένα όμορφο, αθλητικό αγόρι. Αγαπούσε πολύ τα γράμματα και ήταν εξαιρετικά θεοσεβούμενος. Λίγο καιρό μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Ερρίκος, παντρεύτηκε –από προξενιό- τη χήρα του αδερφού του, Αικατερίνη της Αραγωνίας. Ήταν μεγαλύτερή του, αυστηρή καθολική, μια γυναίκα που δεν είχε διαλέξει και δεν αγαπούσε. Το χειρότερο ήταν ότι δεν του χάρισε γιό!! Η Αν Μπόλεϊν, κόρη μεγαλοσχήμονα και ευγενούς διπλωμάτη πρωτοεμφανίστηκε στην αγγλική αυλή, ως κυρία επί των τιμών. Λεπτή, με μακρύ λαιμό, έξυπνη, κομψή, μορφωμένη, ετοιμόλογη, δραματικά σαγηνευτική. Γνωρίζοντας τη φήμη του Ερρίκου ως διαβόητου γυναικοκατακτητή, η Αν αρνήθηκε πεισματικά να γίνει ακόμα μια, πολυτελής, βασιλική ερωμένη. Η θέση της, ήταν «ή γάμος ή τίποτα». Δηλώνοντας πως προτιμά να χάσει τη ζωή της παρά την τιμή της, έφυγε από την Αυλή και αποσύρθηκε στο Κεντ. Τότε, ξεκίνησε από τον Βασιλιά ένα γαϊτανάκι γραμμάτων, εκκλήσεων, δώρων και ερωτικών υποσχέσεων. Αναζητώντας τρόπους για να απαλλαγεί από την Αικατερίνη, ο Ερρίκος θα κατέφευγε στον Πάπα, ζητώντας την ακύρωση του γάμου του. Μετά από χρόνια συζητήσεων, αναβολών και αντεγκλήσεων, θα παντρευόταν κρυφά την Αν Μπόλεϊν τον Γενάρη 1533 -εκείνη ήταν ήδη έγκυος. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ο Πάπας αφόρισε τον Ερρίκο Η΄, ο οποίος με τη σειρά του θα θέσπιζε το νόμο «Act of Supremacy», όπου όριζε ότι ο Άγγλος βασιλιάς και όχι ο Πάπας είναι η κεφαλή της αγγλικανικής Εκκλησίας. Κι έτσι κάπως θα άναβε το μπαρούτι της τεράστιας πολιτικής και θρησκευτικής αναταραχής, που έχει μείνει γνωστή ως Αγγλική Μεταρρύθμιση, με την Άννα την ίδια να πρωτοστατεί σε αυτόν τον αγώνα. Ο Ερρίκος ο Η, δεν είναι μόνο ο πιο γνωστός βασιλιάς της Αγγλίας -με τις γυναίκες του και τη δίψα του για αίμα- αλλά και ο πιο σημαντικός μονάρχης της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ήταν ένας χαρισματικός πρίγκιπας, που κυβερνούσε μια χώρα στην καρδιά της καθολικής Ευρώπης. Όταν πέθανε, ήταν ο μεγάλος «σχισματικός», αυτός που δημιούργησε μια εθνική εκκλησία και μια στενόμυαλη, ξενοφοβική πολιτική που διαμόρφωσε την τύχη και την εξέλιξη της Αγγλίας για τα επόμενα 500 χρόνια . Αν και είχε χρειαστεί ένα σχίσμα, για να «λυτρωθεί» από τον πρώτο του γάμο, ο Ερρίκος έλυσε μόνος του τον δεύτερο, απλούστερα. Με ένα ξίφος. Η Αν Μπόλεϊν απέτυχε να του δώσει τον διάδοχο που τόσο λαχταρούσε. Είχε μια αποβολή, γέννησε μια κόρη, την Ελισάβετ, μετά άλλη μια αποβολή. Για τα «κρίματά» της αυτά, εφευρέθηκε ένα κατηγορητήριο για μοιχεία, αιμομιξία και εσχάτη προδοσία. Δικάστηκε -σε μια δίκη παρωδία- και καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου, όπου εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό, στις 19 Μαϊου 1536. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μονάρχης έχασε, χώρισε ή εκτέλεσε άλλες τρεις συζύγους. Η Αν Μπόλεϊν, η «πόρνη» της Ιστορίας, που λατρεύτηκε από ένα βασιλιά και άλλαξε την τύχη ενός έθνους, ήταν άλλη μια γυναίκα που έμαθε πως το «σ’ αγαπώ» είναι μια μικρή κουβέντα με μεγάλο πόνο !».Μάθημα ιστορίας και κουτσομπολιό Βασιλικού επιπέδου!!!Αυτή ήταν μόνον η αρχή…γιατί το ταξίδι στην γνώση συνεχίστηκε…

Μαζί του πήγα για πρώτη φορά στο θέατρο, σε μια παράσταση με τον Μάνο Κατράκη, βεβαίως, τον οποίο αναζήτησε μετά το τέλος στο καμαρίνι του. Αγκαλιάστηκαν συγκινημένοι χωρίς να μιλούν και εγώ είχα βουβαθεί από την έκπληξη, την ανάταση, το μεγαλείο. Με τα ελάχιστα χρήματα που είχε, μου αγόραζε κανένα λογοτεχνικό βιβλίο, προσέχοντας να μην έχει ίχνος σοσιαλιστικών ιδεών γιατί θα το ανακάλυπτε η μάνα μου και θα το πέταγε. Εκτιμούσε την ποιότητα του μυαλού μου, υποστήριζε ότι το Ελληνικό
Πανεπιστήμιο ήταν λίγο για μένα, γι’ αυτό ζητούσε την άδεια από την μάνα μου να κάνει ενέργειες ώστε να γίνω δεκτή και να σπουδάσω στο διάσημο Πανεπιστήμιο της Μόσχας.(Lomonosov Moscow State University). Εκείνη από την μια κολακεύονταν που είχε μια τόσο σπουδαία κόρη, από την άλλη φοβόταν μην μου ξεσηκώσει ο θείος τα μυαλά, γίνω μπολσεβίκα και φύγω μακριά της … στις παγωμένες στέπες της Ρωσίας.
Οι μήνες του μέλιτος όμως τελείωσαν κάποτε και ο θείος ο Σιώρης ετοιμάστηκε για το ταξίδι της επιστροφής. Η μάνα μου τον βοήθησε συγκινημένη να ψωνίσει μικρά δωράκια για τους δικούς του και ελάχιστα ρούχα για τον εαυτό του. Ό ίδιος υπέθετε ότι με την επιστροφή του θα δικαιωνόταν, θα απολάμβανε υψηλά αξιώματα, θα συναντούσε κόσμο, οπότε του χρειάζονταν μια συγυρισμένη εμφάνιση. «Μην αγοράζεις μεγάλα νούμερα», του έλεγε η μητέρα μου πειράζοντάς τον. «Έχεις παχύνει τώρα από την ήσυχη ζωή και το καλό φαγητό, αλλά εκεί που θα πας θα αδυνατίσεις. Το φαγητό είναι με το δελτίο». Έφυγε συγκινημένος, υποχρεωμένος από την αγάπη και την τρυφερότητα που εισέπραξε, και πάντα αισιόδοξος. Υποσχέθηκε ότι σύντομα θα με ενημέρωνε για το θέμα των σπουδών μου.
Η πρόβλεψη της μάνας μου βγήκε δυστυχώς αληθινή. Γύρισε με τόσο όνειρα στον τόπο του και προσγειώθηκε ανώμαλα σε μια θλιβερή πραγματικότητα. Ήταν άτυχος!! Εκτός από την οικτρή κατάσταση που βρήκε, σε όλα τα επίπεδα της διαβίωσης, αντιμετώπισε και θέματα ιδεολογίας και αρχών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Αλβανίας, εκείνη την περίοδο, άλλαξε προσανατολισμό και από φιλορωσσικό έγινε φιλοκινεζικό. Ο μεγάλος ηγέτης τώρα ήταν ο Μάο, η γραμμή της Κίνας επεβλήθη παντού και κάθε τι που θύμιζε παρελθόν διώκονταν ανηλεώς. Ο θείος Σιώρης, πιστός στις πεποιθήσεις του, κατηγορήθηκε ως προδότης, προπηλακίστηκε, εξορίστηκε και εξαναγκάστηκε να δουλέψει σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, σπάζοντας πέτρα. Στην συνέχεια δεν μαθαίναμε νέα του,χάσαμε τα ίχνη του και συνεχίσαμε τις ζωές μας.……..……….

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, στο σπίτι που ζώ με την νέα οικογένειά μου, τον σύζυγο και τις δυο κόρες μου, πάλι στο Κολωνάκι και μάλιστα στον ίδιο δρόμο, ένα Σάββατο απόγευμα χτύπησε το κουδούνι μας. Δεν περιμέναμε κανέναν, αλλά επειδή δεν είμασταν ποτέ υποψιασμένοι ή φοβισμένοι, ανοίξαμε χωρίς να ρωτήσουμε ποιος είναι. Την είσοδο του διαμερίσματος την άνοιξα εγώ. «Ο θείος ο Σιώρης» είπα και έμεινα στήλη άλατος. «Με γνώρισες μετά από τόσα πολλά χρόνια» μου ψέλλισε συγκινημένος και έκπληκτος.
Πέφτοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, πιάσαμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει…

Στο εξώφυλλο: Θεόδωρος Μάλλιος και Ανθούλα Διαμάντη – Κηπιώτη

Σχετικά άρθρα: