Άγνωστος έλληνας φαντάρος στην αγκαλιά της Δούβιανης

Άγνωστος έλληνας φαντάρος στην αγκαλιά της Δούβιανης

Του Περικλή ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 40, αφού οπισθοχώρησαν οι Ιταλοί, στο χωριό μας, τη Δούβιανη ήρθε ο ελληνικός στρατός. Εγκαταστάθηκαν οι φαντάροι σε πολλά σπίτια του χωριού και σε κατάλληλο μέρος αντίκρυ του. Ένας έλληνας φαντάρος, μη γνωρίζοντας το μέρος, νύχια με πυκνό σκοτάδι του Αγίου Νικολάου σκοντάφτει και πέφτει στο γκρεμό του Κόρρε, που βρίσκεται πάνω από τις βρύσες του χωριού.

Βοσκός Δουβιανίτης τον βρήκε τυχαία την επόμενη μέρα δοξάρι μέσα στη χαράδρα. Σε 40 μέτρα βάθος. Ειδοποιεί αμέσως τη δημογεροντία κι όλο το χωριό. Με το ξυλοκρέβατο του Αη Νικόλαου μετέφεραν το νεκρό φαντάρο στο νεκροταφείο μας. Μου μοιάζει σαν να έχω μπροστά στα μάτια μου ακόμα το σακίδιο του, τη ζώνη γεμάτη με φυσέκια, το όπλο του. Όλα αυτά ενταφιάστηκαν στο ίδιο μέρος μαζί με το νεκρό σώμα του άγνωστου φαντάρου.

Τον πρόσεξαν όλα αυτά τα χρόνια οι Δουβιανίτες σαν να ήταν δικός τους γιος. Όταν πήγαιναν στην εκκλησία κι έριχναν τρισάγιο σε δικούς τους νεκρούς, ποτέ, μα ποτέ δεν ξέχασαν και τον έλληνα φαντάρο. Δεν τον ξεχνούν ακόμα.

Τα χρόνια κύλησαν. Κάποια στιγμή ειδική ομάδα άρχισε να συγκεντρώνει τα οστά των ελλήνων φαντάρων που έπεσαν στη μάχη του Βουλιαρατιού κι αλλού. Οι αρχές του χωριού ειδοποίησαν τους αρμοδίους και για το φαντάρο μας. Από την άλλη μεριά μας ήρθε και κακό, που θα τον παραδίναμε. Αφού τον κρατήσαμε 50 χρόνια, γιατί να μη συνέχιζε να αναπαύεται στα χώματά μας. Αποφασίσαμε και τον κρατήσαμε στην αγκαλιά της Δούβιανης. Κάποια στιγμή μεσολαβήσαμε με το Ελληνικό Προξενείο Αργυροκάστρου να βοηθούσε για να φτιάχναμε καλό τάφο. Κανείς δεν ασχολήθηκε με το πρόβλημα. Δεν έδωσαν σημασία.

Με την ευκαιρία ενός μνημόσυνου, που έγινε πριν από μερικά χρόνια στους Βουλιαράτες, η γυναίκα μου, η Αλκμήνη, πήρε μολύβι και χαρτί κι έγραψε ένα εμπνευσμένο ποίημα, αφιερωμένο στον άγνωστο φαντάρο της Δούβιανης. Είναι αυτό που ακολουθεί:

Τ’ όνομά σου δεν μαθεύτηκε ποτέ,
όσα κι αν πέρασαν χρόνια.
Είσαι άγνωστος φαντάρος για μας,
που πολέμησες στα κρύα και χιόνια.

Ήσουν τότε εικοσάχρονο παιδί
κι άφησες το σπίτι, τους γονείς σου.
Κι έτρεξες με τους άλλους στην πρώτη γραμμή,
στο κάλεσμα που σου ‘κανε η Πατρίδα η δική σου.

Και είπες και συ το «Όχι» στους καταχτητές,
ανδρείο παλικάρι του σαράντα.
Μα δεν ξαναγύρισες ποτές
κι έφυγες απ’ τη μάνα σου για πάντα.

Κύλησαν χρόνια, δύσκολοι καιροί
κι αυτή σε περιμένει η καημένη.
Μα μια άλλη μάνα στην αγκαλιά της σε κρατεί
κι αυτή ειν’ η Βόρειο Ήπειρος η πονεμένη.

Και σου ‘ριξε τρισάγιο, σ’ άναψε κερί
και σου ‘φερε λουλούδια μυρωμένα.
Και σου ‘πε: παλικάρι μου ησύχασε εσύ,
η δεύτερη μάνα είμαι εγώ για σένα.

Πέρασαν χρόνια κι όλες οι γενιές,
που θα περνούνε δεν θα μάθουν τ’ όνομά σου.
Ο άγνωστος στρατιώτης θε να λεν,
βγάζοντας το καπέλο, σκύβοντας μπροστά σου.

Κάποια χωριανή μας, που είναι καθηγήτρια σε σχολείο της Αθήνας, διαβάζοντας το ποίημα συγκινήθηκε και δάκρυσε. Κι ανέλαβε πρωτοβουλία να συγκεντρώσει χρηματικό ποσό για την ανέγερση αναμνηστικής στήλης στο νεκροταφείο του χωριού μας για τον άγνωστο φαντάρο. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν και η αναμνηστική στήλη τώρα φτιάχνεται. Για την αποπεράτωσή της, αν χρειαστούν κι άλλα χρήματα, θα τα προσφέρει το χωριό για να μη μείνει με παράπονο ο φαντάρος. Αυτές τις μέρες τ’ Αυγούστου η Αγγελική Γκατζάρου μαζί και με άλλες φίλες της, καθηγήτριες κι αυτές, που πρόσφεραν χρηματικό ποσό για τον ίδιο σκοπό, θα επισκεφθούν τη Δούβιανη και θα συμμετέχουν στο μνημόσυνο προς τιμή του άγνωστου έλληνα φαντάρου, που τώρα πια θα μείνει αιωνίως στη Δούβιανη.

Από την εφημερίδα ΔΙΚΑΙΩΜΑ, Αύγουστος 2003

Σχετικά άρθρα: