«Εκεί κάπου πλανιόταν και η ψυχή του πατέρα μου, του Γιάννη Διαμάντη»

«Εκεί κάπου πλανιόταν και η ψυχή του πατέρα μου, του Γιάννη Διαμάντη»

ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

Γράφει

Η Ανθούλα Διαμάντη Κηπριώτη

Αναμνήσεις, μεταφορές, ψυχανεμίσματα

Η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού της Ελλάδας στα χωριά της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία με αναστάτωσε απολύτως. Όχι για λόγους πολιτικούς, ή για λόγους συμφερόντων, διπλωματίας, καλής γειτονίας ή οτιδήποτε άλλο. Με ξεσήκωσαν όλες αυτές οι Ελληνικές σημαίες -που βρέθηκαν αλήθεια τόσες- που κυμάτιζαν χαρούμενα.

Βλέποντας τις φωτογραφίες από την επίσκεψη, έχω την βάσιμη υποψία ότι εκεί κάπου πλανιόταν και η ψυχή του πατέρα μου, του Γιάννη Διαμάντη. Ήταν αγωνιστής και πατριώτης, γεγονός που μου δίνει το δικαίωμα να αναφερθώ στο βιογραφικό του:

Ήταν γέννημα και θρέμμα του χωριού Δερβιτσάνη, μέλος εφταμελούς οικογένειας (έξι αγοριών και ενός κοριτσιού). Οικογένεια από τις λίγες, η οποία εκτός από αρχοντική, στήριζε με την παρουσία της την τοπική οικονομία.

Ο ίδιος φοιτά στη Νομική Σχολή Αθηνών και αφού ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του υποχρεώσεις, επιστρέφει στη γενέτειρά του, ανοίγει δικό του δικηγορικό γραφείο και ασκεί το επάγγελμα στα δικαστήρια του Αργυροκάστρου.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, ασχολήθηκε επιπλέον με θέματα των Ελλήνων της περιοχής, δίνοντας σημαντικό και συνεχές παρόν στην Ελληνική Πρεσβεία των Τιράνων.

Είχε τεράστια απήχηση η μεγάλη του επιτυχία, κατά την περίφημη αγόρευσή του στο Στρατοδικείο Αργυροκάστρου, όταν είχε αναλάβει την υπεράσπιση Ελλήνων πατριωτών. Το μένος των Αλβανών εθνικιστών τον οδηγεί τον Οκτώβριο του 1940 μαζί και άλλους Έλληνες εξόριστο στην Ιταλία για έναν χρόνο. Μετά την επιστροφή του από την εξορία, εγκαθίσταται μόνιμα στο Αργυρόκαστρο.

Μαζί με τους συμπατριώτες του, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Μ.Α.Β.Η.» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου) και κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα, στήριξε όλον τον ελληνισμό.

Υπήρξε αντιπρόσωπος της Ελληνικής Μειονότητας, μαζί με άλλους πατριώτες και σε συζήτηση με τα όργανα του «Balli Kombetar» (Εθνικό Μέτωπο Αλβανίας), είχε υποστηρίξει τα εξής:

«Κύριοι. Οι δρόμοι μας είναι τελείως διαφορετικοί και δεν συναντώνται. Εσείς μεν θέλετε να δημιουργήσετε Αλβανία με σύνορα αν είναι δυνατόν μέχρι την Πρέβεζα και την Άρτα, εμείς θέλουμε την Ελλάδα να έλθει μέχρι το Τεπελένι και βορειότερα, επομένως η συνεργασία μας είναι αδύνατη και ας ακολουθήσει ο καθένας τον εθνικό του δρόμο».

Μετά από αυτές τις δηλώσεις του συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές της Αυλώνας για ένα εξάμηνο. Ακολούθησαν αρκετές απόπειρες δολοφονίας εναντίον του και με σκοπό να ελέγχουν τις ενέργειές του πρόσφεραν σημαντικές δημόσιες θέσεις που δεν τις δέχτηκε.

«Ελασίτης» που έτρεφε γι’ αυτόν φιλικά αισθήματα του μήνυσε ότι «Εάν δε φύγεις μέσα σε 24 ώρες, θα σε εκτελέσουν».

Διαμένει για λίγο χρόνο στα Ιωάννινα, όπου ασχολήθηκε ενεργά με το Βορειοηπειρωτικό, συντάσσοντας «έκθεση για τους φονευθέντες, σφαγιασθέντες, εκτοπισθέντες, καταδικασθέντες σε θάνατο Βορειοηπειρώτες και περί της δημεύσεως της περιουσίας των».

Τελικά φθάνει στην Αθήνα, ασκώντας δικηγορία και ασχολούμενος ενεργά με τα θέματα του τόπου του ως πρόεδρος της «Ένωσης Δροπολιτών».

Την οικογένειά του στην Β. Ήπειρο δεν την είδε από τότε που διέφυγε, ούτε υπήρχε δυνατότητα έστω τηλεφωνικής ή αλληλογραφικής επαφής. Τον Οκτώβρη του 1955, αφήνει την τελευταία του πνοή στον Ερυθρό Σταυρό Αθηνών σε ηλικία μόλις 44 ετών.

Η μητέρα του και τα αδέρφια του εξορίστηκαν στο Φίερι, καταφέρνοντας να επισκεφθούν το χωριό τους τη Δερβιτσάνη έπειτα από 35 χρόνια εξορίας. Ωστόσο δεν εγκαταστάθηκαν εκεί, διότι το σπίτι τους είχε γίνει παιδικός σταθμός από το καθεστώς.

Φίλοι και αντίπαλοι υποστήριζαν ότι υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και πιο εμβληματικές προσωπικότητες του ελληνισμού της Βόρειας Ηπείρου. Μια μορφή δυναμική, αποφασιστική, με πνεύμα δικαιοσύνης και θυσίας.

Συγκινήθηκα, αισθάνθηκα ακόμη μια φορά την έλλειψή του, δονήθηκα στη σκέψη του… Ήταν όλοι αυτοί οι συναισθηματικοί μετασεισμοί… είπε ο φίλος Γιώργος… μια και το ρήγμα αν και «εν υπνώσει» ήταν βαθύ και μεγάλο.

Αν ανακαλύψετε κάποια Ελληνική σημαία να κυματίζει χωρίς να την κρατά κάποιος, να είστε σίγουροι ότι ήταν η ψυχή του πατέρα μου που την ανέμιζε !!!!

Σχετικά άρθρα: