«Καλύτερα να είχαμε μείνει με το όνειρο για την Μητέρα Ελλάδα»

Γράφει
Ο Μήνας Λέκκας
Τη φράση αυτή την ακούς όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό από τους Έλληνες της Αλβανίας. Την ακούς έξω απ’ την Ελληνική Πρεσβεία στα Τίρανα και το Προξενείο του Αργυροκάστρου, όταν οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται βδομάδες συνέχεια και περιμένουν στωικά έξω απ’ τις κλειστές τους πόρτες, φεύγουν με τα χέρια αδειανά.
Την ακούς στην Κακαβιά, όταν το περίφημο κομπιούτερ που μπήκε τελευταίως σε εφαρμογή για τον έλεγχο της βίζας, γυρίζει πίσω μια γριά που πάει να δει το παιδί της, μια κι εκείνο φοβάται να ‘ρθει, μήπως δεν μπορέσει να ξαναγυρίσει πίσω στη δουλειά του.
Την ακούς στο μεσοχώρι, στην κουβέντα που κάνουν οι γέροι του χωριού και οι λιγοστοί νέοι που έχουν απομείνει.
Την ακούς στον κάμπο, στο καφενείο, στο λεωφορείο.
Την ακούς… κι αναρωτιέσαι: Πως είναι δυνατό; Γιατί όλη αυτή η αδιαφορία απέναντι μας; Η περιφρόνηση θα λέγαμε καλύτερα. Πως είναι δυνατό από τη μια μεριά να ζητάς απ’ την Αλβανική κυβέρνηση να σεβαστεί τα δικαιώματα της Ε. Ε. Μειονότητας και από την άλλη μεριά να συμπεριφέρεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο στους Έλληνες κατοίκους της;
Εύλογο το ερώτημα που έθετε κάποτε η εφημερίδα μας: «Λένε ψέματα οι πρωθυπουργοί;» Μετά λύπης, ναι. Λένε. Και όχι μόνον αυτοί. Και πόσοι δεν μας υποσχέθηκαν ελεύθερη επικοινωνία, επενδύσεις, ολόπλευρη συμπαράσταση απ’ την ημέρα που άνοιξε η σκουριασμένη πόρτα της Κακαβιάς.
Τι έγινε όμως, στην πράξη; Πού βρισκόμαστε σήμερα; Στα κακά μας χάλια. Με χίλια δυο προβλήματα στην πλάτη μας, τρέχουμε πίσω από μια βίζα. Δε ζητούμε πολυτέλειες. Μια βίζα ζητούμε. Κι όταν την παίρνουμε, νιώθουμε ευτυχισμένοι…
Και πάλι ανήσυχοι. Θα περάσουμε τάχα στην Κακαβιά; Εκεί παραμονεύει το κομπιούτερ, που την ίδια βίζα μια μέρα μας τη βγάζει σωστή και μια όχι.
Και ακόμα πιο πέρα, στα Γιάννενα, στην Κέρκυρα, στην Αθήνα οι Ελλαδίτες, που μας αποκαλούν Αλβανούς.
Έτσι το αρχικό μας όνειρο για την Ελλάδα αργοπεθαίνει. Το σκοτώνουν οι δικοί μας. Κι όταν σε σκοτώνει ο δικός σου, πονάς διπλά.