Μεγάλη αποκρηά στη Δερβιτσάνη

Μεγάλη αποκρηά στη Δερβιτσάνη

ΗΘΗ, ΕΘΙΜΑ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ

Από το βιβλίο «Ευλογημένα χώματα» του Μιχάλη Χαρ. Μάνου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα

Όλο τό χωριό σέ κίνησι, κυριολεκτικά ἀνάστατο. Εἶναι παραμονή τῆς ἀποκρηάς. Τά σπίτια καπνίζουν ὅλα. Οἱ τυρόπητες καί τ’ ἄλλα φαγητά πού ἑτοιμάζονται σκορποῦν στή γειτονιά γαργαλιστικές μυρουδιές…
Οἱ πεθερές ἔχουν «πιστρόφια» καρτεροῦν τίς νιοπαντρεμένες τους κοπέλες, τό γαμπρό μέ τούς δικούς καί φίλους του νά γλεντήσουν ὡς τό πρωΐ. «Πᾶν οἱ γαμπροί στίς πεθερές» ἀπόψε. Κι’ οἱ πεθερές τσακίζονται νά τούς εὐχαριστήσουν…
Οἱ νέοι καταστρώνουν τό πρόγραμμα τῶν καραναβαλιῶν μέ ὕφος ἐπιτελικό, τρέχουν νά συμπληρώσουν τά αὐριανά πολυποίκιλα ροῦ-χα τους ἀνάλογα μέ τό ῥόλο πού τούς δόθηκε…
Τά παιδάκια περιμένουν μέ ἀγωνία τό «κουνάνισμα τοῦ αὐγοῦ» κι’ ἐλπίζουν νά τό σκαλώσουν στά δόντια τους˙ ἔχουν μέρες τώρα πού γυμνάζουν τό στοματάκι τους γιά τόν ἆθλο αὐτό…
Βραδιάζει: Ἀπό τό καφενεῖο τοῦ Σταμούλι ἀκούγεται ἕνα παθητικό μοιρολόγι. Ἔχουν ἔρθη τά βιολιά. Ὁ Δῆμος ὁ κουτσός μέ τό περίφημο κλαρίνο του εἶναι βαθύς ψυχολόγος τῶν γλεντζέδων. Κι’ ἀρχίζει μέ μοιρολόγι γιατί αὐτό συγκινεῖ, συνεπέρνει, μερακιάζει… Γυρίζει ἔπειτα σέ χαρούμενος σκοπούς γιά νά καταλήξη στό «βαρύ πωγωνίσιο». Ὁ χορός εἶναι πιά γιά καλά ἀναμένος. Τά τάλαρα κολοῦνε γραμμή στή μπάλα τοῦ Δήμου τοῦ κουτσοῦ. Οἱ βιολιτζῆδες ὑδρώσανε παίζοντας. Μά νά κάποιος νιόπατρος πού τἄχει ἀγκαζάρει τά βιολιά τά καλεῖ νά τόν ἀκολουθήσουν στά πεθερικά του. Φεύγουν. Καί τότε ἀρχίζει τό ντόπιο συρτό τραγοῦδι. Τό παίρνει ὁ καλήφωνας ὁ Λιάκος, τό γυρίζει ὁ ἰδικός γι’ αὐτό Καραλῆς καί τό γεμίζουν οἱ ἄλλοι μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἄφθαστο στοῦ τραγουδιοῦ τήν τέχνη Νῖκο Σύρμο. Οἱ «μερακλῆδες» μαζεύονται γύρω κι’ ἀκοῦν μέ κατάνυξι. Ἡ μεγάλη παρέα, τέλος, σηκώνεται νά φύγῃ. Ἔξω φυσάει ἀγέρας. Κι’ ἐκεῖ καταμεσῆς του δρόμου τό τραγοῦδι συνεχίζεται. Ἡ μονότονη μά γλυκειά ἁρμονία τοῦ ἤχου του κάμνει τούς διαβάτες νά σταματήσουν τά βήματά τους καί παράθυρα ν’ ἀνοίξουν γιά νά ἀφυκρασθοῦν. Κι ὁ ἀγέρας πέρνει τό τραγοῦδι καί τό πάει ψυλά-πολύ ψυλά- σάν ὕμνο εὐχαριστίας πρός τόν μεγάλο δημιουργό…

Ἕνα πουλί θαλασσινό
Σαχίνη Μαρκομπότσιαρη
Μωρ’κι’ἕνα πουλί βουνίσιο
Μάρκο Μπότσιαρη Σουλιώτη…

Ὁ Μάρτης βροχερός αὐτή τή χρονιά καί κρύος. Τό τζάκι τούς μαζεύει ὅλους γύρω του. Ὁ γέρο παππούς λέει στά παιδιά γιά τήν «μπάμπο» πού περιφρονῶντας τό κρύο εἶπε «στήν μπομπήν μου, Μάρτη τἄβγαλα τά κατσικάκια μου» καί τονίζει τό θύμωμα τοῦ Μάρτη καί τή βαρυχειμωνιά του ποὔκαμε νά ψοφήσουν τῆς μπάμπος τά κατσικάκια. Μά κι ὁ ἥλιος «τοῦ Μάρτη πού δέν λείπει ποτέ ἀπ’ τή σαρακοστή» εἶναι καφτερός καί γιά νά μή μαυρίσουν οἱ νιές βάζουν στο ἔμπα του κλωστή ἀσπροκόκκινη στό χέρι τους σἄν βραχιόλι. Κι’ ἐνῶ τούς μιλάει γιά τήν ἀποκρηά τούς λέει πῶς ἀπό τήν «σκυλοδευτέρα» κι’ ἔπειτα δέν τρῶμε πειά ἀρτημένα φαγητά γιατί «μᾶς κόβ’ ὁ παππᾶς τή γλῶσσα», φτάνουν οἱ πῆτες! Τρῶνε, κι’ ἀποχαιρετοῦν κατόπιν τραγουδῶντας τές τυρόπητες:

Στό καλό τυρόπητες, ἐλᾶτε λαχανόπητες
ἔλα Πάσκα μέ τ’ αὐγά, μέ τά ζουφερά τ’ἀρνιά
καί μέ τές καλές κουλοῦρες…

Ὁ παππούς ζητάει μιά γερή κλωστή, τό καλαμύδι καί τά βρασμένα αὐγά. Τό πανηγύρι τῶν παιδιῶν ἀρχίζει. Δένει μέ τήν κλωστή τό καθαρισμένο βραστό αὐγό καί τήν κλωστή στό καλαμύδι, ἐνῶ τά παιδιά τόν παρακολουθοῦν συγκινημένα, ἄφωνα. Τό καλαμύδι τέλος σηκώνεται ψυλά καί τό αὐγό αἰωρεῖται κι’ ἀρχίζει τό «κουνάνισμα». Μέ τό στόμα ὀρθάνοιχτο, καθ’ ἕνας μέ τή σειρά του, προσπαθεῖ νά τσακώση τό αὐγό πού ὁ παπποῦς κινεῖ τεχνικά γύρω ἀπό τό στόμα του.- Καί νά τό αὐγό συνεθλίβει μεταξύ τῶν δοντιῶν τοῦ μικροῦ Ρίστου. Γέλοια, χάχανα, χαλασμός…
Μέ τήν τρεμουλιαστή γεροντική φωνή του ὁ παπποῦς πέρνει τό τραγοῦδι πού τό διάλεξε καί πού τό γυρίζει ἡ ὄμορφη κοπέλα τοῦ σπητιοῦ, ἡ Βέργω. Πέρυσι παντρεύτηκε τό Μήτρο τόν Ἀμερικάνο. Φέτος χαίρεται μονάχα τά δολλάρια του καί τόν μικροῦλη της Τάκη, βλαστό τῆς παντρειάς της. Κι’ εἶναι θλιμένη ἡ καλή νιά πού τέτοιες καλές μέρες τίς περνάει μόνη, χωρίς τόν ἀγαπημένο της, χωρίς τό ταίρι της. Μέσα ἀπό τῆς καρδιᾶς της τήν καρδιά ἀναβλύζει αὐθόρμητα τό γεμάτο παράπονο νοσταλγικό τραγοῦδι:

Ξενειτεμένο μου πουλί καί παραπονεμένο,
ἡ ξενιτιά σέ χαίρεται κι’ ἐγώ ἔχω τόν καϊμό σου.
Τί νά σοῦ στείλλω ξένε μου, αὐτοῦ στά ξένα ποὔεισαι;
νά στείλλω μῆλο σέπεται κυδῶνι μαραγκιάζει,
νά στείλω μοσκοστάφυλλο στό δρόμο ξεσπυριάζει.
Νά στείλω καί τό δάκρυ μου σ’ ἔνα φτενό μαντήλι;
Τό δάκρυ μου εἴταν βαψερό κι’ἔβαψε τό μαντήλι,
πέντε ποτάμια τὄπλεναν καί βάψαν καί τά πέντε
Κι ἕνας ἀετός ἐπέρασε κι’ ἔβαψαν τά φτερά του
καί σοὔφερε τό μήνυμα˙ γοργό τό πέταμά του…

Οἱ γονεῖς της, ἡ ἀνύπαντρη ἀδελφή της ἡ Ἀθηνά ὁ παππούς, ὅλοι τήν κυτᾶνε στά μάτια μέ συγκίνησι. Κλαῖνε ὅλοι τους γιά τήν χωρίστρα μαύρη ξενιτιά. Καί σηκώνει ὁ γέροντας τό ποτήρι του καί πίνει στήν υγειά τοῦ ξενιτεμένου Μήτρου «Τοῦ χρόνου ὅλοι ἀντάμα», Βέργω, τῆς λέει μέ τρεμάμενη φωνή καί τή φιλεῖ στό μέτωπο. «Νάχης καλά γεράματα» πάππο τοῦ λέει αὐτή καί σκύβει τό κεφάλι…

Περασμένα μεσάνυχτα… ἀπό τό Μεσοχῶρι σκορπίζονται σ’ ὅλο τό χωριό οἱ ἦχοι τοῦ γλυκοῦ κλαρίνου καί τοῦ βροντεροῦ ντεφιοῦ. Γλεντοῦν στά «φιλέματα» τοῦ Πάντο Θειάκου. Κι’ ὁ κόσμος σιγά-σιγά παραδίνεται στήν ἀγκαλιά τοῦ ξαποστάρη ὕπνου, ἐνῶ ὁ σκοπός τῆς «Βασιλαρχόντησας» χαϊδεύει ἁπαλά τήν ἀκουή του…
Ὁ Μάρτης μέ τίς παράξενες μεταβολές τοῦ καιροῦ, χάρισε στά καρναβάλια καλοκαιριάτικη μέρα. Τό πρόγευμα κάνουν τήν ἐμφάνησί τους φανταχτερά καί ποικιλόχρωμα. Παρελαύνουν στούς δρόμους καί μπροστά στό Κωτσέκι, τά κωμικά πρόσωπα σέρνουν τό χορό καί τραγουδοῦν:

Ὅλες τές σαρακοστές καί μιά μέρα εἶν’ τά βαγιά,
πήγα στόν πνευματικό γιά νά ξεμολογηθῶ.
Μοὔειπε πές τά κρίματα. Τάειπα τά λησμόνησα.
Μοὔπε: φίλισες καμμιά, τοὔειπα καμ’ σαρανταριά,
καί τῆς χήρας τόν ὑγειό πού τόν εἶχε μοναχό,
μοναχό στά γράμματα καί στά κοντυλίσματα…

Ὁ κόσμος σεργιανίζει τούς εἰκονικούς γάμους τῶν καρναβαλιῶν καί τούς ξεκαρδιστικούς θανάτους πού σκαρώνουν. Καί κατόπι τό τραγοῦδι πού τό συνοδεύουν οἱ κωμικές κινήσεις τῆς σπορᾶς τῶν κουκιῶν καί τοῦ τριψίματος τοῦ πιπεριοῦ ἀπό τούς καλογέρους:

… Πέρασ’ἀπ’ τή λυκουνιά, εἶδα πὄσπεραν κουκιά
Πῶς τά σπέρουν τά κουκιά; ἔτσι τά σπέρουν τά κουκιά
Πέρασ’απ’ τη λυκουνιά, εἶδα σκάλιζαν κουκιά
Ἔτσι ὅμως ἔτσι σκαλίζουν τά κουκιά!
Πῶς τό τρύβουν τό πιπέρι οἱ μαργιόλοι καλογέροι
Ἔτσι τό τρύβουν τό πιπέρι οἱ μαργιόλοι καλογέροι…

Τό ἀπόγευμα ὁ χορός, μέ τήν πρωτοβουλία τῶν καρναβαλιῶν γενικεύεται. Ἄνδρες, γυναῖκες, νυφάδες, κοπέλες πιασμένοι χέρι-χέρι κινοῦνται ῥυθμικά ὑπό τούς ἤχους τῶν βιολιῶν ἤ τοῦ ντόπιου τραγουδιοῦ:

Ὁ Δήμος ὁ Μαρατιανός πού περπατεῖ μαρατιανά
μέ τό μαντύλι στό λαιμό τό καλαμάρι στό πλευρό
Καλαμαράκι μου χρυσό γιά δέ μοῦ γράφεις μιά γραφή
γιά νά τήν στείλω στόν Κατή νά εἰδῶ τή λόγος μὄρχεται;
Κι’ἄν μὄρθη γιά νά παντρευτῶ, νά φιάκω σπήτια στό γκρεμό
νά κλέψω τή μανούλα μου καί τά γλυκά μ’ ἀδέρφια
καί τά πρωτοξαδέρφια μου………….

Καί ὁ χορός τελειώνει μέ τό τελείωμα τῆς χαρούμενης αὐτῆς μέρας. Τή «σκυλοδεύτερα» τά γλέντια συνεχίζονται ζωηρά, μά κανένας θυμᾶτε τό «χόρευε κι’ ἀπήδα μέ τήν κοιλιά σανίδα».

Σχετικά άρθρα: