Λίγα περιστατικά από μια ταλαίπωρη ζωή

Του Κώστα ΝΤΟΝΤΟΥ
Ημέρα των Φώτων κι επιθυμώ να σας φωτίσω με λίγα γεγονότα από τη ζωή της αγαπημένης μου μητέρας, της Χρυσαυγής Ντόντου (Μπέκιου) από τη Δούβιανη.
Γεννήθηκε στη Βίσανη των Ιωαννίνων, το 1920, όπου κατοικούσε τότε η οικογένειά της από τη Δούβιανη, η οποία το 1925 γύρισε ξανά στο χωριό, που είχε πατρικό σπίτι, χωράφια, κλπ.
Το 1926, ο πατέρας της, Κώστας, ξενιτεύεται στην Αμερική μαζί με το μεγάλο γιο του, που έχασε τη ζωή του σε ένα ατύχημα.
Το 1929 ταξιδεύουν για την Αμερική και τα άλλα δύο αγόρια: ο Βασίλης και ο Θεοφάνης σε μικρή ηλικία, αντίστοιχα 16 και 13 ετών.
Το 1935, ο Κώστας επιστρέφει για πάντα στη Δούβιανη. Ξεκινάει ο πόλεμος…, τελειώνει… και η Αλβανία βρίσκεται κυκλωμένη με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα του απάνθρωπου δικτατορικού συστήματος.
… Και η Χρυσαυγή το 1945, θέλησε να δραπετεύσει στην Ελλάδα, με απώτερο στόχο την Αμερική, για να συναντήσει εκεί το αγόρι από τη Δούβιανη, που ερωτεύτηκε κι ήθελε να το αρραβωνιαστεί…
.. Κάπου εκεί, κοντά στα σύνορα, μαζί με την φίλη της, προδομένη από συγγενή της, συλλαμβάνεται.
Μετά από μερικά χρόνια εξορίας στην Κρούγια, επιστρέφει στο χωριό, παντρεύεται με τον Δουβιανίτη, Χρήστο Ντόντο κι αποχτάν δύο αγόρια: τον Κώστα και το Μάξιμο.

Η απόπειρα δραπέτευσης, ήταν πράξη που την υπέφερε όλη της τη ζωή. Η ίδια, τα παιδιά της ήταν σε συνεχόμενη αυστηρή παρακολούθηση, στη δουλειά, στο σχολείο, παντού.
Ήταν, φυσικά, και πνευματικά δυνατή γυναίκα, κάθε εμπόδιο το ξεπερνούσε με άνεση, με αξιοπρέπεια, με περηφάνια.
Μέχρι το Κούξι έφτασε το 1970, για να εργαστεί. Μια φίλη της, η Κουξιάνα Νασιντέ, ήρθε μετά το 1990 στο Αργυρόκαστρο, για να την συναντήσει…
Το 1967 κακόψυχοι συγχωριανοί, για να της κατασχέσει το κράτος το σπίτι στη Δούβιανη, έβαλαν στους μαύρους καταλόγους, με ψευδείς στοιχεία, ότι είναι δραπέτες του 1949 τα αδέλφια της. Δηλαδή, τα ενέταξαν στους πολιτικούς δραπέτες. Με αυτή την απάνθρωπη πράξη, και το σπίτι κατάσχεσαν και τις αδελφές Χρυσαυγή και Αρετή, τις χώρισαν στα ζώντα από τα αδέλφια τους.
Αναφέρω μόνο δύο, από τα πολλά τραγικά περιστατικά, της ζωής της μητέρας μου:
1. Στο Αργυρόκαστρο θα γυριζόταν μια κινηματογραφική ταινία και ήθελαν μια γυναίκα για να έπαιζε ρόλο μάνας παρτιζάνου. Πήγαν στη ραφτική και από το πλήθος γυναικών επέλεξαν τη Χρυσαυγή. Οι προϊστάμενοι της βάρδιας τρομοκρατήθηκαν, αλλά η Χρυσαυγή, που γνώριζε τη θέση της, της ανεπιθύμητης, τους καθησύχασε. Αρνήθηκε να πάρει ρόλο στην ταινία.
2. Το 1983 απεβίωσε ο σύζυγός της και πατέρας μας, Χρήστος, σε ηλικία 64 ετών. Τα αδέλφια του από την Αμερική, έστειλαν ένα φόρεμα, μια μπλούζα και πέντε ζευγάρια κάλτσες στη μητέρα μας, όλα μαύρα. Ήταν δύσκολη εποχή και τα ράφια των καταστημάτων δεν είχαν ρουχισμό.
Την καλούν οι πρόεδροι, σχεδόν όλων των μαζικών οργανώσεων της πόλης και του μαχαλά σε μια αίθουσα γεμάτη από φανατισμένο κόσμο. Η Χρυσαυγή όρθια, μπροστά στο κοινό.
Ο ανώτερος σε αξίωμα της λέει υψίφωνα: «Ξέρεις γιατί σε καλέσαμε … έχεις πάρει εφτά πράγματα από το εξωτερικό… εμείς και τον γιο σου τον φέρουμε σπίτι, να τον διώξουμε από τη δουλειά…!».
Η Χρυσαυγή απαντάει: «Αυτά τα λίγα πράγματα, μαύρα ρούχα είναι, μου τα έστειλαν τα αδέλφια μου. Είναι στην παράδοση του τόπου μας. Έχασα τον άνδρα μου. Κι εσείς, όταν πάτε να παρηγορήσετε, αφήνετε κάτι: τσιγάρα, ένα φακελάκι καφέ, ένα πάκο ζάχαρη…».
Γύρισε στο σπίτι κι εκεί ξέσπασε, ξεθύμανε!
Η ζωή της, ήταν πόλεμος. Πάλευε κι ήθελε να κερδίσει. Και κέρδιζε με τη συμπεριφορά και το σεβασμό της προς τον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως της βαρβαρότητα του στυγνού δικτατορικού συστήματος.
Έζησε τα πέντε πρώτα χρόνια της στην Ελλάδα, τα 75 χρόνια της στη Δούβιανη και τα πέντε τελευταία ξανά στην Ελλάδα. Έφυγε από τη ζωή το 2005 και αναπαύεται μαζί με τον σύζυγό της στον Άγιο Βλάση, στη Δούβιανη.
Ο ανιψιός της, Βλάσης Γανόπουλος, ο επιφανής επιστήμονας, που εργάστηκε στα πετρέλαια της Αλβανίας, στηριζόμενος πάνω στην ταραγμένη ζωή της μητέρας μας, Χρυσαυγής, έγραψε το βιβλίο του: «Στη δύση του ήλιου».
Υ.Γ Στις φωτογραφίες: η Χρυσαυγή το 1950 και το 2004.