«Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα για μια Μειονότητα»

«Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα για μια Μειονότητα»

Ήταν πολλοί και  διάφοροι οι λόγοι, που στο πρώην δικτατορικό σύστημα στην Αλβανία, ως Βορειοηπειρωτική Κοινότητα, ήμασταν στον τόπο μας, στα σπίτια μας.

Τα χωριά μας βούιζαν από κόσμο, τα σχολεία μας από μαθητές. Κι αν ήθελες να εγκαταλείψεις τότε το χωριό σου, να πήγαινες στην πόλη, δεν στο επέτρεπε με τίποτε το δικτατορικό σύστημα.

Το ερμητικό κλείσιμο, τα ηλεκτροφόρα αυτής της εποχής, δεν σε άφηναν να βγεις από τη χώρα αυτή. Η κατάστασή μας άθλια, ζούσαμε με το φόβο στα κόκαλα, σε εποχή του καταδότη.

Με την ανατροπή του πρώην ανυπόφορου δικτατορικού καθεστώτος, άλλαξαν πολλά πράγματα, βασικά άνοιξαν τα σύνορα. Κατενθουσιασμένος ο κόσμος μας, έτρεξε κι αυτός προς τη ζωή. Βγήκε από το σκοτάδι στο φως.

Για μια Εθνική Μειονότητα, όμως, που αδειάζει τον τόπο της, είναι βαρύ το τίμημα. 45 χρόνια από τη μια μεριά – στην μητριά, 30 χρόνια από την άλλη μεριά – στη μάνα, ζει στο πετσί της την αδιαφορία, την παραγκώνιση, τον παραλογισμό…, που όλα αυτά τα εκφράζει κάλλιστα το ρητό:  «Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα!».

(Μαθητές του σχολείου των Σωφρατίκων – δεκαετία του ’70 – γράφει στη λεζάντα της φωτογραφίας ο Γιώργος Γκούλιος)