Έκρυβε τις πληγές της

(Μια μικρή ιστορία ενός μεγάλου πόνου και παράπονου μαζί)
Γλυκιά σε εμφάνιση, άγιο, αγγελικό το πρόσωπο της θειας – Όλγας του Μαλιούκη. Δε λέρωσε ποτέ το στόμα, με κακή κουβέντα, στη ζωή της.
Η ψυχοσύνθεσή της ήταν τέτοια, που σε έκανε να την αγαπήσεις και χωρίς να την ζήσεις πολύ.
Περνούσε δύσκολα, πονούσε, είχε άρρωστο υιό, τον Νικήτα, και εγκυμονούσα θυγατέρα, την Ξανθίππη, σε κάτεργα φυλακής, αλλά δεν παραδινόταν.
Τις πληγές της, δεν τις έδειχνε. Τις έκρυβε. Αυτή ήξερε τι τραβούσε, αλλά τσιμουδιά.
Θυμάμαι, έρχονταν συχνά στη μάνα μου κι έραβε αραιά και που καμιά ρόμπα ή μπάλωνε κανένα τριμμένο, τρύπιο παντελόνι. Πότε με δυο – τρία φρέσκα αβγά από τη φωλιά, τυλιγμένα σε μαντήλι και πότε με ένα σακούλι αγριολάχανα, που τα μάζευε στον κάμπο. Στα χωράφια.
Κι ας ήταν η φτώχια ως το γόνατο στο σπίτι της – δε μου τελειώνουν τα καλά, δεν μένει άδεια η δόγα του ψωμιού στην οικογένειά μου – έλεγε.
Σε γάμους και προπάντων σε θανάτους στο χωριό, εκεί η θεια – Όλγα του Μαλιούκη. Για να βοηθήσει. Με ένα ζάλωμα παλιούρια ή ασφάκες, σε αυτούς που είχαν τη χαρά. Με λιπάνη και λίγο τυρί ή οτιδήποτε άλλο, σε οικογένειες, που είχαν τον πόνο.
Την ρωτούσε ο κόσμος, μάλλον την πείραζε, για τις νιφάδες των υιών της. Για την εργατικότητα, τη συμπεριφορά τους, γενικά.
-Έχω καλές νιφάδες – απαντούσε. – Κάνουν πολλές και καλές δουλειές. Δεν έχω κανένα παράπονο. Τις έχω σαν την κόρη μου.
Από τα μικρά της χρόνια φύτρωνε στον κάμπο. Στα ξεπλυμένα, άκαρπα «Σκυλοχώραφα» όργωνε και με ζευγάρι. Έσπρωχνε το ξύλινο αλέτρι. Έριχνε σπόρο στην αυλακιά.
Καυχιόνταν με τον σπουδαγμένο της υιό, τον Χαρίλαο, χλεύαζε, κάπως με τρόπο, τον άνδρα της – τον «πίκα», που δεν του πολυάρεσε η δουλειά, αλλά στα νιάτα του κι ας δεν ήξερε πολλά γράμματα, της έγραφε όμορφα ερωτικά ποιήματα και της τα έστελνε.
Ένα απόγευμα, ενώ περνούσε τη δημοσιά, γυρίζοντας από τον κάμπο, από τα χωράφια του συνεταιρισμού, σταματάει μπροστά της το τζιπ του γραμματέα της κομματικής επιτροπής.
Γνώριζε τη θεια – Όλγα, που πίστευε πολύ στο θεό.
-Χαίρομαι – της λέει – που σε βλέπω… – Κοίτα τι ομορφιά που έχει ο κάμπος με το πράσινο: Με το καλαμπόκι, τον ηλίανθο, τα λαχανικά…
Ναι – του λέει.
Ο άνθρωπος τα κάνει όλα αυτά, όχι ο θεός. Να σε ρωτήσω! Πιστεύεις ακόμα, όπως παλιά;!
(Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που το κόμμα είχε καταργήσει τη θρησκεία).
Πιστεύω όσο ένα σπυρί σιναπιού. Τόσο λίγο τώρα.
Γέλασε ο γραμματέας, την χαιρέτισε κι έφυγε. Χωρίς να καταλάβει όμως, το βασικό: ότι το σπυρί, ο σπόρος δηλαδή της θειας – Όλγας, μεν είναι μικρός, αλλά άμα πέσει σε γόνιμο έδαφος, πολλαπλασιάζεται. Μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα.
Της έλεγαν συγχωριανοί, που έκαναν τον αθεϊστή:
-Με τόσα χάλια περίεργο, πώς πιστεύεις ακόμα στο θεό;!
-Με δοκιμάζει – τους απαντούσε. – Όποιον αγαπάει παιδεύει. Να, με βρήκε κι εμένα.
Αλλά εγώ, θα συνεχίσω να πιστεύω ως το τέλος της ζωής μου.
Κι όταν της ήρθε η ώρα να φύγει από τη ζωή, είπε στους δικούς της:
-Γυρίστε με προς την Ανατολή και φέρτε μου, σας παρακαλώ, λίγο κρασί!
Την γύρισαν, κοινώνησε και πέθανε. Έδωσε στο Θεό την ψυχή.
Σκέφτομαι:
Κι αν δεν την αγιοποιήσεις, ένα εκκλησάκι, στο όνομά της, προφανώς μπορείς να κτίσεις κάπου. Για να θυμάσαι την θεια – Όλγα!
Αυτό, τον άγιο άνθρωπο!
11/01/2020