«Είμαι από κει που λαλάει η πέρδικα»

(Παιδικές αναμνήσεις)
Έφτιαχνε με τις παλάμες του χωνί μπροστά στο στόμα του κι «έπαιζε» κλαρίνο. Προειδοποιούσε, ο μπαρμπα – Νάσιος Γκίκας, με τον ήχο αυτό, τους μαθητές, ότι έφτασα και σήμερα, εδώ με έχετε, έξω από την πόρτα του σχολείου σας. Ελάτε, καλά μου παιδιά!
Κι εμείς, στο μεγάλο διάλυμα, τον επισκεπτόμασταν κι αγοράζαμε – κατά εποχή – στεγνά νόστιμα γλυκά σύκα,- μέλι, που τα ξέκοβε από την αρμαθιά, μεγάλα ρόιδα, ώριμα κυδώνια που μοσχοβολούσαν από μακριά, κάστανα, πορτοκάλια…

Ο ψηλός γεμάτος άνδρας με τσαλακωμένο καπέλο και με στριμμένο μουστάκι, την «πραμάτεια» του την κουβαλούσε σε σακί… Από το δημόσιο δρόμο που τον άφηνε το φορτηγό αυτοκίνητο κι ως την εξώπορτα του σχολείου μας, κουβαλούσε στο ώμο του το βαρύ φορτίο. Φθινόπωρο, χειμώνα – αρκετούς μήνες στη σειρά – αυτή τη δουλειά έκανε.
Με έσπρωξε η μεγάλη περιέργεια κι ήθελα να μάθω κάποια στιγμή από πού κρατούσε η σκούφια του. Όταν τον ρώτησα, μου απάντησε πρόθυμα: «Είμαι από κει που λαλάει η πέρδικα».
Τι ωραία απάντηση, ποιητική, όμως έλα και να βρεις τον τόπο αυτό, άμα δεν ξέρεις, στον οποίο «λαλάει η πέρδικα…».
Ήταν από τη Μουζίνα, που έχει πολλές πέρδικες. Μάλλον πετροπέρδικες, που γέμιζαν όλη την πλαγιά με φωνές, με το τραγούδι τους.
Στον όμιλο παραδοσιακού τραγουδιού του χωριού του, όπως έμαθα αργότερα, ο μπαρμπα – Νάσιος, δεν ήταν απλά μια επιπλέον φωνή, ήταν η καλύτερη φωνή, που κελαηδούσε. Που έδινε χαρά και ζωή στο χωριό που ευδοκιμούν κυρίως οι κερασιές. Κι άλλα πολλά φρουτόδεντρα.
23.02.2021